헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χειρόομαι

ο 축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χειρόομαι

형태분석: χειρό (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 압도하다, 이기다, 제압하다, 정복하다
  1. I conquer, overpower, subdue

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χείρουμαι

(나는) 압도한다

χείροι

(너는) 압도한다

χείρουται

(그는) 압도한다

쌍수 χείρουσθον

(너희 둘은) 압도한다

χείρουσθον

(그 둘은) 압도한다

복수 χειροῦμεθα

(우리는) 압도한다

χείρουσθε

(너희는) 압도한다

χείρουνται

(그들은) 압도한다

접속법단수 χείρωμαι

(나는) 압도하자

χείροι

(너는) 압도하자

χείρωται

(그는) 압도하자

쌍수 χείρωσθον

(너희 둘은) 압도하자

χείρωσθον

(그 둘은) 압도하자

복수 χειρώμεθα

(우리는) 압도하자

χείρωσθε

(너희는) 압도하자

χείρωνται

(그들은) 압도하자

기원법단수 χειροίμην

(나는) 압도하기를 (바라다)

χείροιο

(너는) 압도하기를 (바라다)

χείροιτο

(그는) 압도하기를 (바라다)

쌍수 χείροισθον

(너희 둘은) 압도하기를 (바라다)

χειροίσθην

(그 둘은) 압도하기를 (바라다)

복수 χειροίμεθα

(우리는) 압도하기를 (바라다)

χείροισθε

(너희는) 압도하기를 (바라다)

χείροιντο

(그들은) 압도하기를 (바라다)

명령법단수 χείρου

(너는) 압도해라

χειροῦσθω

(그는) 압도해라

쌍수 χείρουσθον

(너희 둘은) 압도해라

χειροῦσθων

(그 둘은) 압도해라

복수 χείρουσθε

(너희는) 압도해라

χειροῦσθων, χειροῦσθωσαν

(그들은) 압도해라

부정사 χείρουσθαι

압도하는 것

분사 남성여성중성
χειρουμενος

χειρουμενου

χειρουμενη

χειρουμενης

χειρουμενον

χειρουμενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐχειροῦμην

(나는) 압도하고 있었다

ἐχείρου

(너는) 압도하고 있었다

ἐχείρουτο

(그는) 압도하고 있었다

쌍수 ἐχείρουσθον

(너희 둘은) 압도하고 있었다

ἐχειροῦσθην

(그 둘은) 압도하고 있었다

복수 ἐχειροῦμεθα

(우리는) 압도하고 있었다

ἐχείρουσθε

(너희는) 압도하고 있었다

ἐχείρουντο

(그들은) 압도하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ στρατευσάμενοσ Σικυῶνα χειροῦται, καὶ τὸν μὲν Ἐπωπέα κτείνει, τὴν δὲ Ἀντιόπην ἤγαγεν αἰχμάλωτον. (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 5 5:10)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 3, chapter 5 5:10)

  • ἐνταῦθα δὴ Ἀγησίλαοσ γνοὺσ ὅτι, εἰ μὲν μηδετέρῳ συλλήψοιτο, μισθὸν οὐδέτεροσ λύσει τοῖσ Ἕλλησιν, ἀγορὰν δὲ οὐδέτεροσ παρέξει, ὁπότερόσ τ’ ἂν κρατήσῃ, οὗτοσ ἐχθρὸσ ἔσται, εἰ δὲ τῷ ἑτέρῳ συλλήψοιτο, οὗτόσ γε εὖ παθὼν ὡσ τὸ εἰκὸσ φίλοσ ἔσοιτο, οὕτω δὴ κρίνασ ὁπότεροσ φιλέλλην μᾶλλον ἐδόκει εἶναι, στρατευσάμενοσ μετὰ τούτου τὸν μὲν μισέλληνα μάχῃ νικήσασ χειροῦται, τὸν δ’ ἕτερον συγκαθίστησι· (Xenophon, Minor Works, , chapter 2 33:1)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 2 33:1)

  • τὸ δὴ μαθηματικὸν αὖ μετὰ τοῦτο εἶδοσ ὅλον καὶ τὸ τῆσ γνωρίσεωσ τό τε χρηματιστικὸν καὶ ἀγωνιστικὸν καὶ θηρευτικόν, ἐπειδὴ δημιουργεῖ μὲν οὐδὲν τούτων, τὰ δὲ ὄντα καὶ γεγονότα τὰ μὲν χειροῦται λόγοισ καὶ πράξεσι, τὰ δὲ τοῖσ χειρουμένοισ οὐκ ἐπιτρέπει, μάλιστ’ ἄν που διὰ ταῦτα συνάπαντα τὰ μέρη τέχνη τισ κτητικὴ λεχθεῖσα ἂν διαπρέψειεν. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 21:2)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 21:2)

  • Χειροῦται μὲν οὕτωσ τὰ σπήλαια καὶ τοὺσ ἐν αὐτοῖσ Ἡρώδησ· (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 453:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 453:1)

  • μιμητικὸν γὰρ ὑπάρχον πάσησ πράξεωσ βίᾳ μὲν οὐ ῥᾳδίωσ χειροῦται διά τε τὴν ἰσχὺν τῶν σωμάτων καὶ διὰ τὴν τῆσ ψυχῆσ ἀγχίνοιαν· (Diodorus Siculus, Library, book xvii, chapter 89 10:1)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xvii, chapter 89 10:1)

유의어

  1. 압도하다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION