헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑποστρατηγέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑποστρατηγέω

형태분석: ὑπο (접두사) + στρατηγέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from u(postra/thgos

  1. to serve as lieutenant under

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποστρατήγω

ὑποστρατήγεις

ὑποστρατήγει

쌍수 ὑποστρατήγειτον

ὑποστρατήγειτον

복수 ὑποστρατήγουμεν

ὑποστρατήγειτε

ὑποστρατήγουσιν*

접속법단수 ὑποστρατήγω

ὑποστρατήγῃς

ὑποστρατήγῃ

쌍수 ὑποστρατήγητον

ὑποστρατήγητον

복수 ὑποστρατήγωμεν

ὑποστρατήγητε

ὑποστρατήγωσιν*

기원법단수 ὑποστρατήγοιμι

ὑποστρατήγοις

ὑποστρατήγοι

쌍수 ὑποστρατήγοιτον

ὑποστρατηγοίτην

복수 ὑποστρατήγοιμεν

ὑποστρατήγοιτε

ὑποστρατήγοιεν

명령법단수 ὑποστρατῆγει

ὑποστρατηγεῖτω

쌍수 ὑποστρατήγειτον

ὑποστρατηγεῖτων

복수 ὑποστρατήγειτε

ὑποστρατηγοῦντων, ὑποστρατηγεῖτωσαν

부정사 ὑποστρατήγειν

분사 남성여성중성
ὑποστρατηγων

ὑποστρατηγουντος

ὑποστρατηγουσα

ὑποστρατηγουσης

ὑποστρατηγουν

ὑποστρατηγουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποστρατήγουμαι

ὑποστρατήγει, ὑποστρατήγῃ

ὑποστρατήγειται

쌍수 ὑποστρατήγεισθον

ὑποστρατήγεισθον

복수 ὑποστρατηγοῦμεθα

ὑποστρατήγεισθε

ὑποστρατήγουνται

접속법단수 ὑποστρατήγωμαι

ὑποστρατήγῃ

ὑποστρατήγηται

쌍수 ὑποστρατήγησθον

ὑποστρατήγησθον

복수 ὑποστρατηγώμεθα

ὑποστρατήγησθε

ὑποστρατήγωνται

기원법단수 ὑποστρατηγοίμην

ὑποστρατήγοιο

ὑποστρατήγοιτο

쌍수 ὑποστρατήγοισθον

ὑποστρατηγοίσθην

복수 ὑποστρατηγοίμεθα

ὑποστρατήγοισθε

ὑποστρατήγοιντο

명령법단수 ὑποστρατήγου

ὑποστρατηγεῖσθω

쌍수 ὑποστρατήγεισθον

ὑποστρατηγεῖσθων

복수 ὑποστρατήγεισθε

ὑποστρατηγεῖσθων, ὑποστρατηγεῖσθωσαν

부정사 ὑποστρατήγεισθαι

분사 남성여성중성
ὑποστρατηγουμενος

ὑποστρατηγουμενου

ὑποστρατηγουμενη

ὑποστρατηγουμενης

ὑποστρατηγουμενον

ὑποστρατηγουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δεξάμενοι δὲ τὸν λόγον οἱ κωμικοὶ πολλὴν ἀσέλγειαν αὐτοῦ κατεσκέδασαν, εἴσ τε τὴν Μενίππου γυναῖκα διαβάλλοντεσ, ἀνδρὸσ φίλου καὶ ὑποστρατηγοῦντοσ, εἴσ τε τὰσ Πυριλάμπουσ ὀρνιθοτροφίασ, ὃσ ἑταῖροσ ὢν Περικλέουσ αἰτίαν εἶχε ταῶνασ ὑφιέναι ταῖσ γυναιξὶν αἷσ ὁ Περικλῆσ ἐπλησίαζε. (Plutarch, , chapter 13 10:1)

    (플루타르코스, , chapter 13 10:1)

유의어

  1. to serve as lieutenant under

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION