헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπερακοντίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπερακοντίζω ὑπερακοντιῶ

형태분석: ὑπερ (접두사) + ἀκοντίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 넘다, 초과하다, 초월하다
  1. to overshoot, to outdo, to outdo

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερακοντίζω

(나는) 넘는다

ὑπερακοντίζεις

(너는) 넘는다

ὑπερακοντίζει

(그는) 넘는다

쌍수 ὑπερακοντίζετον

(너희 둘은) 넘는다

ὑπερακοντίζετον

(그 둘은) 넘는다

복수 ὑπερακοντίζομεν

(우리는) 넘는다

ὑπερακοντίζετε

(너희는) 넘는다

ὑπερακοντίζουσιν*

(그들은) 넘는다

접속법단수 ὑπερακοντίζω

(나는) 넘자

ὑπερακοντίζῃς

(너는) 넘자

ὑπερακοντίζῃ

(그는) 넘자

쌍수 ὑπερακοντίζητον

(너희 둘은) 넘자

ὑπερακοντίζητον

(그 둘은) 넘자

복수 ὑπερακοντίζωμεν

(우리는) 넘자

ὑπερακοντίζητε

(너희는) 넘자

ὑπερακοντίζωσιν*

(그들은) 넘자

기원법단수 ὑπερακοντίζοιμι

(나는) 넘기를 (바라다)

ὑπερακοντίζοις

(너는) 넘기를 (바라다)

ὑπερακοντίζοι

(그는) 넘기를 (바라다)

쌍수 ὑπερακοντίζοιτον

(너희 둘은) 넘기를 (바라다)

ὑπερακοντιζοίτην

(그 둘은) 넘기를 (바라다)

복수 ὑπερακοντίζοιμεν

(우리는) 넘기를 (바라다)

ὑπερακοντίζοιτε

(너희는) 넘기를 (바라다)

ὑπερακοντίζοιεν

(그들은) 넘기를 (바라다)

명령법단수 ὑπερακόντιζε

(너는) 넘어라

ὑπερακοντιζέτω

(그는) 넘어라

쌍수 ὑπερακοντίζετον

(너희 둘은) 넘어라

ὑπερακοντιζέτων

(그 둘은) 넘어라

복수 ὑπερακοντίζετε

(너희는) 넘어라

ὑπερακοντιζόντων, ὑπερακοντιζέτωσαν

(그들은) 넘어라

부정사 ὑπερακοντίζειν

넘는 것

분사 남성여성중성
ὑπερακοντιζων

ὑπερακοντιζοντος

ὑπερακοντιζουσα

ὑπερακοντιζουσης

ὑπερακοντιζον

ὑπερακοντιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερακοντίζομαι

(나는) 넘긴다

ὑπερακοντίζει, ὑπερακοντίζῃ

(너는) 넘긴다

ὑπερακοντίζεται

(그는) 넘긴다

쌍수 ὑπερακοντίζεσθον

(너희 둘은) 넘긴다

ὑπερακοντίζεσθον

(그 둘은) 넘긴다

복수 ὑπερακοντιζόμεθα

(우리는) 넘긴다

ὑπερακοντίζεσθε

(너희는) 넘긴다

ὑπερακοντίζονται

(그들은) 넘긴다

접속법단수 ὑπερακοντίζωμαι

(나는) 넘기자

ὑπερακοντίζῃ

(너는) 넘기자

ὑπερακοντίζηται

(그는) 넘기자

쌍수 ὑπερακοντίζησθον

(너희 둘은) 넘기자

ὑπερακοντίζησθον

(그 둘은) 넘기자

복수 ὑπερακοντιζώμεθα

(우리는) 넘기자

ὑπερακοντίζησθε

(너희는) 넘기자

ὑπερακοντίζωνται

(그들은) 넘기자

기원법단수 ὑπερακοντιζοίμην

(나는) 넘기기를 (바라다)

ὑπερακοντίζοιο

(너는) 넘기기를 (바라다)

ὑπερακοντίζοιτο

(그는) 넘기기를 (바라다)

쌍수 ὑπερακοντίζοισθον

(너희 둘은) 넘기기를 (바라다)

ὑπερακοντιζοίσθην

(그 둘은) 넘기기를 (바라다)

복수 ὑπερακοντιζοίμεθα

(우리는) 넘기기를 (바라다)

ὑπερακοντίζοισθε

(너희는) 넘기기를 (바라다)

ὑπερακοντίζοιντο

(그들은) 넘기기를 (바라다)

명령법단수 ὑπερακοντίζου

(너는) 넘겨라

ὑπερακοντιζέσθω

(그는) 넘겨라

쌍수 ὑπερακοντίζεσθον

(너희 둘은) 넘겨라

ὑπερακοντιζέσθων

(그 둘은) 넘겨라

복수 ὑπερακοντίζεσθε

(너희는) 넘겨라

ὑπερακοντιζέσθων, ὑπερακοντιζέσθωσαν

(그들은) 넘겨라

부정사 ὑπερακοντίζεσθαι

넘기는 것

분사 남성여성중성
ὑπερακοντιζομενος

ὑπερακοντιζομενου

ὑπερακοντιζομενη

ὑπερακοντιζομενης

ὑπερακοντιζομενον

ὑπερακοντιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερακοντίω

(나는) 넘겠다

ὑπερακοντίεις

(너는) 넘겠다

ὑπερακοντίει

(그는) 넘겠다

쌍수 ὑπερακοντίειτον

(너희 둘은) 넘겠다

ὑπερακοντίειτον

(그 둘은) 넘겠다

복수 ὑπερακοντίουμεν

(우리는) 넘겠다

ὑπερακοντίειτε

(너희는) 넘겠다

ὑπερακοντίουσιν*

(그들은) 넘겠다

기원법단수 ὑπερακοντίοιμι

(나는) 넘겠기를 (바라다)

ὑπερακοντίοις

(너는) 넘겠기를 (바라다)

ὑπερακοντίοι

(그는) 넘겠기를 (바라다)

쌍수 ὑπερακοντίοιτον

(너희 둘은) 넘겠기를 (바라다)

ὑπερακοντιοίτην

(그 둘은) 넘겠기를 (바라다)

복수 ὑπερακοντίοιμεν

(우리는) 넘겠기를 (바라다)

ὑπερακοντίοιτε

(너희는) 넘겠기를 (바라다)

ὑπερακοντίοιεν

(그들은) 넘겠기를 (바라다)

부정사 ὑπερακοντίειν

넘을 것

분사 남성여성중성
ὑπερακοντιων

ὑπερακοντιουντος

ὑπερακοντιουσα

ὑπερακοντιουσης

ὑπερακοντιουν

ὑπερακοντιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερακοντίουμαι

(나는) 넘기겠다

ὑπερακοντίει, ὑπερακοντίῃ

(너는) 넘기겠다

ὑπερακοντίειται

(그는) 넘기겠다

쌍수 ὑπερακοντίεισθον

(너희 둘은) 넘기겠다

ὑπερακοντίεισθον

(그 둘은) 넘기겠다

복수 ὑπερακοντιοῦμεθα

(우리는) 넘기겠다

ὑπερακοντίεισθε

(너희는) 넘기겠다

ὑπερακοντίουνται

(그들은) 넘기겠다

기원법단수 ὑπερακοντιοίμην

(나는) 넘기겠기를 (바라다)

ὑπερακοντίοιο

(너는) 넘기겠기를 (바라다)

ὑπερακοντίοιτο

(그는) 넘기겠기를 (바라다)

쌍수 ὑπερακοντίοισθον

(너희 둘은) 넘기겠기를 (바라다)

ὑπερακοντιοίσθην

(그 둘은) 넘기겠기를 (바라다)

복수 ὑπερακοντιοίμεθα

(우리는) 넘기겠기를 (바라다)

ὑπερακοντίοισθε

(너희는) 넘기겠기를 (바라다)

ὑπερακοντίοιντο

(그들은) 넘기겠기를 (바라다)

부정사 ὑπερακοντίεισθαι

넘길 것

분사 남성여성중성
ὑπερακοντιουμενος

ὑπερακοντιουμενου

ὑπερακοντιουμενη

ὑπερακοντιουμενης

ὑπερακοντιουμενον

ὑπερακοντιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερήκοντιζον

(나는) 넘고 있었다

ὑπερήκοντιζες

(너는) 넘고 있었다

ὑπερήκοντιζεν*

(그는) 넘고 있었다

쌍수 ὑπερηκο͂ντιζετον

(너희 둘은) 넘고 있었다

ὑπερηκόντιζετην

(그 둘은) 넘고 있었다

복수 ὑπερηκο͂ντιζομεν

(우리는) 넘고 있었다

ὑπερηκο͂ντιζετε

(너희는) 넘고 있었다

ὑπερήκοντιζον

(그들은) 넘고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερηκόντιζομην

(나는) 넘기고 있었다

ὑπερηκο͂ντιζου

(너는) 넘기고 있었다

ὑπερηκο͂ντιζετο

(그는) 넘기고 있었다

쌍수 ὑπερηκο͂ντιζεσθον

(너희 둘은) 넘기고 있었다

ὑπερηκόντιζεσθην

(그 둘은) 넘기고 있었다

복수 ὑπερηκόντιζομεθα

(우리는) 넘기고 있었다

ὑπερηκο͂ντιζεσθε

(너희는) 넘기고 있었다

ὑπερήκοντιζοντο

(그들은) 넘기고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 넘다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION