Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑλώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὑλώδης ὑλώδες

Structure: ὑλωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. woody, wooded, wooded ground
  2. turbid, muddy

Examples

  • οὐκ εἰδότεσ ὅτι καὶ πρὸσ τὸ λαθεῖν καὶ πρὸσ τὸ μηδὲν παθεῖν τοὺσ ἐνεδρεύσαντασ εὐφυέστεροι τυγχάνουσιν ὄντεσ τῶν ὑλωδῶν διὰ τὸ δύνασθαι μὲν ἐκ πολλοῦ προορᾶν πάντα τοὺσ ἐνεδρεύοντασ, εἶναι δ’ ἐπιπροσθήσεισ ἱκανὰσ ἐν τοῖσ πλείστοισ τόποισ. (Polybius, Histories, book 3, chapter 71 3:1)
  • τὸν δὲ Βῶλιν ἀκολουθεῖν τῶν ἄλλων κατόπιν, ἵν’ ἐπειδὰν παραγένηται πρὸσ τὸν τόπον, ἐν ᾧ τοὺσ ἐνεδρεύοντασ ἑτοίμουσ ὑπάρχειν ἔδει διὰ τοῦ Καμβύλου, τότ’ ἐπιλαβόμενοσ κρατοίη τὸν Ἀχαιόν, καὶ μήτε διαδραίη κατὰ τὸν θόρυβον νυκτὸσ οὔσησ διὰ τόπων ὑλωδῶν, μήθ’ αὑτὸν ῥίψαι κατά τινοσ κρημνοῦ περιπαθὴσ γενόμενοσ, πέσοι δὲ κατὰ τὴν πρόθεσιν ὑπὸ τὰσ τῶν ἐχθρῶν χεῖρασ ζωγρίᾳ. (Polybius, Histories, book 8, chapter 18 8:1)

Synonyms

  1. woody

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION