헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑδροφορέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑδροφορέω ὑδροφορήσω

형태분석: ὑδροφορέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from u(drofo/ros

  1. to carry water

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑδροφόρω

ὑδροφόρεις

ὑδροφόρει

쌍수 ὑδροφόρειτον

ὑδροφόρειτον

복수 ὑδροφόρουμεν

ὑδροφόρειτε

ὑδροφόρουσιν*

접속법단수 ὑδροφόρω

ὑδροφόρῃς

ὑδροφόρῃ

쌍수 ὑδροφόρητον

ὑδροφόρητον

복수 ὑδροφόρωμεν

ὑδροφόρητε

ὑδροφόρωσιν*

기원법단수 ὑδροφόροιμι

ὑδροφόροις

ὑδροφόροι

쌍수 ὑδροφόροιτον

ὑδροφοροίτην

복수 ὑδροφόροιμεν

ὑδροφόροιτε

ὑδροφόροιεν

명령법단수 ὑδροφο͂ρει

ὑδροφορεῖτω

쌍수 ὑδροφόρειτον

ὑδροφορεῖτων

복수 ὑδροφόρειτε

ὑδροφοροῦντων, ὑδροφορεῖτωσαν

부정사 ὑδροφόρειν

분사 남성여성중성
ὑδροφορων

ὑδροφορουντος

ὑδροφορουσα

ὑδροφορουσης

ὑδροφορουν

ὑδροφορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑδροφόρουμαι

ὑδροφόρει, ὑδροφόρῃ

ὑδροφόρειται

쌍수 ὑδροφόρεισθον

ὑδροφόρεισθον

복수 ὑδροφοροῦμεθα

ὑδροφόρεισθε

ὑδροφόρουνται

접속법단수 ὑδροφόρωμαι

ὑδροφόρῃ

ὑδροφόρηται

쌍수 ὑδροφόρησθον

ὑδροφόρησθον

복수 ὑδροφορώμεθα

ὑδροφόρησθε

ὑδροφόρωνται

기원법단수 ὑδροφοροίμην

ὑδροφόροιο

ὑδροφόροιτο

쌍수 ὑδροφόροισθον

ὑδροφοροίσθην

복수 ὑδροφοροίμεθα

ὑδροφόροισθε

ὑδροφόροιντο

명령법단수 ὑδροφόρου

ὑδροφορεῖσθω

쌍수 ὑδροφόρεισθον

ὑδροφορεῖσθων

복수 ὑδροφόρεισθε

ὑδροφορεῖσθων, ὑδροφορεῖσθωσαν

부정사 ὑδροφόρεισθαι

분사 남성여성중성
ὑδροφορουμενος

ὑδροφορουμενου

ὑδροφορουμενη

ὑδροφορουμενης

ὑδροφορουμενον

ὑδροφορουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑδροφορήσω

ὑδροφορήσεις

ὑδροφορήσει

쌍수 ὑδροφορήσετον

ὑδροφορήσετον

복수 ὑδροφορήσομεν

ὑδροφορήσετε

ὑδροφορήσουσιν*

기원법단수 ὑδροφορήσοιμι

ὑδροφορήσοις

ὑδροφορήσοι

쌍수 ὑδροφορήσοιτον

ὑδροφορησοίτην

복수 ὑδροφορήσοιμεν

ὑδροφορήσοιτε

ὑδροφορήσοιεν

부정사 ὑδροφορήσειν

분사 남성여성중성
ὑδροφορησων

ὑδροφορησοντος

ὑδροφορησουσα

ὑδροφορησουσης

ὑδροφορησον

ὑδροφορησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑδροφορήσομαι

ὑδροφορήσει, ὑδροφορήσῃ

ὑδροφορήσεται

쌍수 ὑδροφορήσεσθον

ὑδροφορήσεσθον

복수 ὑδροφορησόμεθα

ὑδροφορήσεσθε

ὑδροφορήσονται

기원법단수 ὑδροφορησοίμην

ὑδροφορήσοιο

ὑδροφορήσοιτο

쌍수 ὑδροφορήσοισθον

ὑδροφορησοίσθην

복수 ὑδροφορησοίμεθα

ὑδροφορήσοισθε

ὑδροφορήσοιντο

부정사 ὑδροφορήσεσθαι

분사 남성여성중성
ὑδροφορησομενος

ὑδροφορησομενου

ὑδροφορησομενη

ὑδροφορησομενης

ὑδροφορησομενον

ὑδροφορησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to carry water

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION