Ancient Greek-English Dictionary Language

τοξικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: τοξικός

Structure: τοξικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: to/con

Sense

  1. of or for the bow
  2. (elliptically for τοξική τέχνη ‎(tékhnē)) bowmanship, archery
  3. (elliptically for τοξική θυρίς ‎(thurís)) a shothole, loophole, narrow window

Examples

  • διὰ τῆσ θυρίδοσ παρέκυψε μήτηρ Σισάρα ἐκτὸσ τοῦ τοξικοῦ, διότι ἠσχύνθη ἅρμα αὐτοῦ, διότι ἐχρόνισαν πόδεσ ἁρμάτων αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Iudicum 5:28)
  • ὁ γὰρ ὀιστὸσ αὐτοῖσιν ὀλίγον ἀποδέων τριπήχεοσ, οὐδέ τι ἀντέχει τοξευθὲν πρὸσ Ἰνδοῦ ἀνδρὸσ τοξικοῦ, οὔτε ἀσπὶσ οὔτε θώρηξ οὔτε εἴ τι καρτερώτερον ἐγένετο. (Arrian, Indica, chapter 16 7:1)
  • Τοῦτο μὲν γὰρ, εἰ ἐπιδήσασ ἔχειν τὴν χεῖρα οὕτωσ ἐκέλευε, πόνουσ ἂν ἄλλουσ πολλοὺσ προσετίθει μείζονασ τοῦ τρώματοσ‧ τοῦτο δ’, εἰ ξυγκάμψαι ἐκέλευεν, οὔτε τὰ ὀστέα, οὔτε τὰ νεῦρα, οὔτε αἱ σάρκεσ ἔτι ἐν τῷ αὐτέῳ ἐγίνοντο, ἀλλὰ ἄλλῃ μετεκοσμεῖτο, κρατέοντα τὴν ἐπίδεσιν‧ καὶ τί ὄφελόσ ἐστι τοξικοῦ σχήματοσ; (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 2.8)

Synonyms

  1. of or for the bow

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION