Ancient Greek-English Dictionary Language

τοξικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: τοξικός

Structure: τοξικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: to/con

Sense

  1. of or for the bow
  2. (elliptically for τοξική τέχνη ‎(tékhnē)) bowmanship, archery
  3. (elliptically for τοξική θυρίς ‎(thurís)) a shothole, loophole, narrow window

Examples

  • γελοῖοσ οὖν ὁ λέγων ὅτι τοξικὴ καὶ ὁπλιτικὴ καὶ τὸ σφενδονᾶν καὶ τὸ ἱππεύειν διδακτόν ἐστι, στρατηγικὴ δὲ καὶ τὸ στρατηγεῖν ὡσ ἔτυχε παραγίνεται καὶ οἷσ ἔτυχε μὴ μαθοῦσιν. (Plutarch, An virtus doceri possit, section 3 1:8)
  • γελοῖοσ οὖν ὁ λέγων, ὅτι τοξικὴ καὶ ὁπλιτικὴ καὶ τὸ σφενδονᾶν καὶ τὸ ἱππεύειν διδακτόν ἐστι, στρατηγία δὲ καὶ τὸ στρατηγεῖν ὡσ ἔτυχε παραγίγνεται καὶ οἷσ ἔτυχε μὴ μαθοῦσιν. (Plutarch, An virtus doceri possit, section 3 4:7)
  • μετὰ δὲ τοὺσ ἄθλουσ Ἡρακλῆσ ἀφικόμενοσ εἰσ Θήβασ Μεγάραν μὲν ἔδωκεν Ιὀλάῳ, αὐτὸσ δὲ γῆμαι θέλων ἐπυνθάνετο Εὔρυτον Οἰχαλίασ δυνάστην ἆθλον προτεθεικέναι τὸν Ιὄλησ τῆσ θυγατρὸσ γάμον τῷ νικήσαντι τοξικῇ αὐτόν τε καὶ τοὺσ παῖδασ αὐτῷ ὑπάρχοντασ. (Apollodorus, Library and Epitome, book 2, chapter 6 1:1)
  • ἀφικόμενοσ οὖν εἰσ Οἰχαλίαν καὶ τῇ τοξικῇ κρείττων αὐτῶν γενόμενοσ οὐκ ἔτυχε τοῦ γάμου, Ἰφίτου μὲν τοῦ πρεσβυτέρου τῶν παίδων λέγοντοσ διδόναι τῷ Ἡρακλεῖ τὴν Ιὄλην, Εὐρύτου δὲ καὶ τῶν λοιπῶν ἀπαγορευόντων καὶ δεδοικέναι λεγόντων μὴ τεκνοποιησάμενοσ τὰ γεννηθησόμενα πάλιν ἀποκτείνῃ. (Apollodorus, Library and Epitome, book 2, chapter 6 1:2)
  • ἐν τοξικῇ γε. (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 74:5)

Synonyms

  1. of or for the bow

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION