헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τιτρώσκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τιτρώσκω

형태분석: τιτρώσκ (어간) + ω (인칭어미)

어원: Root TRW, whence the tenses are formed

  1. 해치다, 손상시키다, 아프게 하다
  1. to harm, hurt

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τιτρώσκω

(나는) 해친다

τιτρώσκεις

(너는) 해친다

τιτρώσκει

(그는) 해친다

쌍수 τιτρώσκετον

(너희 둘은) 해친다

τιτρώσκετον

(그 둘은) 해친다

복수 τιτρώσκομεν

(우리는) 해친다

τιτρώσκετε

(너희는) 해친다

τιτρώσκουσιν*

(그들은) 해친다

접속법단수 τιτρώσκω

(나는) 해치자

τιτρώσκῃς

(너는) 해치자

τιτρώσκῃ

(그는) 해치자

쌍수 τιτρώσκητον

(너희 둘은) 해치자

τιτρώσκητον

(그 둘은) 해치자

복수 τιτρώσκωμεν

(우리는) 해치자

τιτρώσκητε

(너희는) 해치자

τιτρώσκωσιν*

(그들은) 해치자

기원법단수 τιτρώσκοιμι

(나는) 해치기를 (바라다)

τιτρώσκοις

(너는) 해치기를 (바라다)

τιτρώσκοι

(그는) 해치기를 (바라다)

쌍수 τιτρώσκοιτον

(너희 둘은) 해치기를 (바라다)

τιτρωσκοίτην

(그 둘은) 해치기를 (바라다)

복수 τιτρώσκοιμεν

(우리는) 해치기를 (바라다)

τιτρώσκοιτε

(너희는) 해치기를 (바라다)

τιτρώσκοιεν

(그들은) 해치기를 (바라다)

명령법단수 τίτρωσκε

(너는) 해쳐라

τιτρωσκέτω

(그는) 해쳐라

쌍수 τιτρώσκετον

(너희 둘은) 해쳐라

τιτρωσκέτων

(그 둘은) 해쳐라

복수 τιτρώσκετε

(너희는) 해쳐라

τιτρωσκόντων, τιτρωσκέτωσαν

(그들은) 해쳐라

부정사 τιτρώσκειν

해치는 것

분사 남성여성중성
τιτρωσκων

τιτρωσκοντος

τιτρωσκουσα

τιτρωσκουσης

τιτρωσκον

τιτρωσκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τιτρώσκομαι

(나는) 해쳐진다

τιτρώσκει, τιτρώσκῃ

(너는) 해쳐진다

τιτρώσκεται

(그는) 해쳐진다

쌍수 τιτρώσκεσθον

(너희 둘은) 해쳐진다

τιτρώσκεσθον

(그 둘은) 해쳐진다

복수 τιτρωσκόμεθα

(우리는) 해쳐진다

τιτρώσκεσθε

(너희는) 해쳐진다

τιτρώσκονται

(그들은) 해쳐진다

접속법단수 τιτρώσκωμαι

(나는) 해쳐지자

τιτρώσκῃ

(너는) 해쳐지자

τιτρώσκηται

(그는) 해쳐지자

쌍수 τιτρώσκησθον

(너희 둘은) 해쳐지자

τιτρώσκησθον

(그 둘은) 해쳐지자

복수 τιτρωσκώμεθα

(우리는) 해쳐지자

τιτρώσκησθε

(너희는) 해쳐지자

τιτρώσκωνται

(그들은) 해쳐지자

기원법단수 τιτρωσκοίμην

(나는) 해쳐지기를 (바라다)

τιτρώσκοιο

(너는) 해쳐지기를 (바라다)

τιτρώσκοιτο

(그는) 해쳐지기를 (바라다)

쌍수 τιτρώσκοισθον

(너희 둘은) 해쳐지기를 (바라다)

τιτρωσκοίσθην

(그 둘은) 해쳐지기를 (바라다)

복수 τιτρωσκοίμεθα

(우리는) 해쳐지기를 (바라다)

τιτρώσκοισθε

(너희는) 해쳐지기를 (바라다)

τιτρώσκοιντο

(그들은) 해쳐지기를 (바라다)

명령법단수 τιτρώσκου

(너는) 해쳐져라

τιτρωσκέσθω

(그는) 해쳐져라

쌍수 τιτρώσκεσθον

(너희 둘은) 해쳐져라

τιτρωσκέσθων

(그 둘은) 해쳐져라

복수 τιτρώσκεσθε

(너희는) 해쳐져라

τιτρωσκέσθων, τιτρωσκέσθωσαν

(그들은) 해쳐져라

부정사 τιτρώσκεσθαι

해쳐지는 것

분사 남성여성중성
τιτρωσκομενος

τιτρωσκομενου

τιτρωσκομενη

τιτρωσκομενης

τιτρωσκομενον

τιτρωσκομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐτίτρωσκον

(나는) 해치고 있었다

ἐτίτρωσκες

(너는) 해치고 있었다

ἐτίτρωσκεν*

(그는) 해치고 있었다

쌍수 ἐτιτρώσκετον

(너희 둘은) 해치고 있었다

ἐτιτρωσκέτην

(그 둘은) 해치고 있었다

복수 ἐτιτρώσκομεν

(우리는) 해치고 있었다

ἐτιτρώσκετε

(너희는) 해치고 있었다

ἐτίτρωσκον

(그들은) 해치고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐτιτρωσκόμην

(나는) 해쳐지고 있었다

ἐτιτρώσκου

(너는) 해쳐지고 있었다

ἐτιτρώσκετο

(그는) 해쳐지고 있었다

쌍수 ἐτιτρώσκεσθον

(너희 둘은) 해쳐지고 있었다

ἐτιτρωσκέσθην

(그 둘은) 해쳐지고 있었다

복수 ἐτιτρωσκόμεθα

(우리는) 해쳐지고 있었다

ἐτιτρώσκεσθε

(너희는) 해쳐지고 있었다

ἐτιτρώσκοντο

(그들은) 해쳐지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὕτω δὲ ἰσχυρά ἐστιν, ὥσθ’ ὁπόταν τι δάκνῃ, τιτρώσκει οὐκ ἀνθρώπου δέρμα μόνον, ἀλλὰ καὶ βοὸσ καὶ ἵππου, καὶ ἐλέφαντα λυπεῖ ἐσ τὰσ ῥυτίδασ αὐτοῦ παρεισδυομένη καὶ τῇ αὑτῆσ προνομαίᾳ κατὰ λόγον τοῦ μεγέθουσ ἀμύσσουσα. (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 6:1)

    (루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 6:1)

  • ἐπεὶ δὲ συνέστημεν, ὁ βάρβαροσ πρότεροσ τιτρώσκει με ὀλίγον ὅσον ἐπιψαύσασ τῷ δόρατι μικρὸν ὑπὲρ τὸ γόνυ, ἐγὼ δὲ διελάσασ τὴν ἀσπίδα τῇ σαρίσῃ παίω διαμπὰξ ἐσ τὸ στέρνον. (Lucian, Dialogi meretricii, 3:6)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 3:6)

  • ὡσ γὰρ ἡ κρόκη τὸ ὀστέον πρίει τέφρᾳ καὶ ὄξει διάβροχον γενόμενον, καὶ τὸν ἐλέφαντα τῷ ζύθει μαλακὸν γενόμενον καὶ χαλῶντα κάμπτουσι καὶ διασχηματίζουσιν, ἄλλωσ δ’ οὐ δύνανται, οὕτωσ ἡ τύχη τὸ πεπονθὸσ ἐξ αὑτοῦ καὶ μαλακὸν ἐκ κακίασ προσπεσοῦσα κοιλαίνει καὶ τιτρώσκει. (Plutarch, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 44)

    (플루타르코스, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 44)

  • οὕτωσ ἡ τύχη τὸ πεπονθὸσ ἐξ αὑτοῦ καὶ μαλακὸν ὑπὸ κακίασ προσπεσοῦσα κοιλαίνει καὶ τιτρώσκει. (Plutarch, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 4 3:1)

    (플루타르코스, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 4 3:1)

  • ὁ μὲν γὰρ ἐπήλαυνεν εἰκοσάπηχύν τινα προβεβλημένοσ κοντόν, ὁ Θρᾷξ δὲ ἐπειδὴ τῇ πέλτῃ ἀπεκρούσατο τὴν προσβολὴν καὶ παρῆλθεν αὐτὸν ἡ ἀκωκή, ἐσ τὸ γόνυ ὀκλάσασ δέχεται τῇ σαρίσῃ τὴν ἐπέλασιν καὶ τιτρώσκει τὸν ἵππον ὑπὸ τὸ στέρνον ὑπὸ θυμοῦ καὶ σφοδρότητοσ διαπείραντα ἑαυτόν· (Lucian, Dialogi mortuorum, 8:3)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 8:3)

유의어

  1. 해치다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION