Ancient Greek-English Dictionary Language

τετραετής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: τετραετής τετραετές

Structure: τετραετη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: e)/tos

Sense

  1. four years old
  2. of four years

Examples

  • ἐν δὲ Ὀλυμπίᾳ ταῦρον ἀναθέμενοσ τοῖσ ὤμοισ τετραέτη καὶ τοῦτον περιενέγκασ τὸ στάδιον μετὰ ταῦτα δαιτρεύσασ μόνοσ αὐτὸν κατέφαγεν ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 4 1:5)
  • τοῖοσ ἐήν Μίλων, ὅτ’ ἀπὸ χθονὸσ ἤρατο βρῖθοσ, τετραέτη δαμάλην ἐν Διὸσ εἰλαπίναισ, ὤμοισ δὲ κτῆνοσ τὸ πελώριον ὡσ νέον ἄρνα ἤνεγκεν δι’ ὅλησ κοῦφα πανηγύρεωσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 4 2:2)
  • εἶτα καὶ Ἰσαῖον ἀναλαβὼν εἰσ τὴν οἰκίαν τετραετῆ χρόνον αὑτὸν διεπόνησε, μιμούμενοσ αὐτοῦ τοὺσ λόγουσ. (Plutarch, Vitae decem oratorum, , section 1 4:4)
  • τοὺσ δὲ θεμελίουσ οὐκ ἔφθασε θεῖναι τοῦ νεὼ χρόνον ἐπιβιώσασ μετὰ τὴν κατάλυσιν τοῦ πολέμου τετραετῆ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 69 2:1)
  • τετραετῆ γὰρ χρόνον γεγονὼσ σατράπησ τῆσ χώρασ ταύτησ πᾶσι προσενήνεκτο καλῶσ, ἐκκαλούμενοσ τὴν εὔνοιαν τοῦ πλήθουσ καὶ πόρρωθεν προπαρασκευαζόμενοσ τοὺσ συμπράξοντασ, ἐὰν αὐτῷ δοθῇ καιρὸσ ἀμφισβητεῖν ἡγεμονίασ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 91 2:1)

Synonyms

  1. four years old

  2. of four years

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION