헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τέκνωσις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τέκνωσις τέκνωσεως

형태분석: τεκνωσι (어간) + ς (어미)

어원: from tekno/w

  1. 자손, 결실, 출산
  1. a begetting, bearing

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 τέκνωσις

자손이

τεκνώσει

자손들이

τεκνώσεις

자손들이

속격 τεκνώσεως

자손의

τεκνώσοιν

자손들의

τεκνώσεων

자손들의

여격 τεκνώσει

자손에게

τεκνώσοιν

자손들에게

τεκνώσεσιν*

자손들에게

대격 τέκνωσιν

자손을

τεκνώσει

자손들을

τεκνώσεις

자손들을

호격 τέκνωσι

자손아

τεκνώσει

자손들아

τεκνώσεις

자손들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τῆσ δὲ περὶ τοὺσ γάμουσ καὶ τὰσ τεκνώσεισ κοινωνίασ τὸ ἀζηλότυπον ὀρθῶσ καὶ πολιτικῶσ ἐμποιοῦντεσ ἀμφότεροι τοῖσ ἀνδράσιν οὐ κατὰ πᾶν εἰσ τοῦτο συνηνέχθησαν, ἀλλ’ ὁ Ῥωμαῖοσ μὲν ἀνὴρ ἱκανῶσ ἔχων παιδοτροφίασ, ὑφ’ ἑτέρου δὲ πεισθεὶσ δεομένου τέκνων, ἐξίστατο τῆσ γυναικόσ, ἐκδόσθαι καὶ μετεκδόσθαι κύριοσ ὑπάρχων, ὁ δὲ Λάκων, οἴκοι τῆσ γυναικὸσ οὔσησ παρ’ αὐτῷ καὶ τοῦ γάμου μένοντοσ ἐπὶ τῶν ἐξ ἀρχῆσ δικαίων, μετεδίδου τῷ πείσαντι τῆσ κοινωνίασ εἰσ τέκνωσιν. (Plutarch, Comparison of Lycurgus and Numa, chapter 3 1:1)

    (플루타르코스, Comparison of Lycurgus and Numa, chapter 3 1:1)

  • δῆλον οὖν ὅτι τὸ μὲν φυσικώτερον πρὸσ τέκνωσιν, τὸ δὲ ἠθικώτερον πρόσ συμβίωσιν. (Plutarch, Comparison of Lycurgus and Numa, chapter 4 2:1)

    (플루타르코스, Comparison of Lycurgus and Numa, chapter 4 2:1)

  • Ῥωμύλῳ μὲν γὰρ ἡ σωτηρία μετὰ πολλῆσ ὑπῆρξε θεῶν εὐμενείασ, ὁ δ’ Αἰγεῖ δοθεὶσ χρησμόσ, ἀπέχεσθαι γυναικὸσ ἐπὶ ξένησ, ἐοίκεν ἀποφαίνειν παρὰ γνώμην θεῶν γεγονέναι τὴν Θησέωσ τέκνωσιν. (Plutarch, Comparison of Theseus and Romulus, chapter 6 5:2)

    (플루타르코스, Comparison of Theseus and Romulus, chapter 6 5:2)

  • ἔπειτα μίγνυται τῷ θήλει τὸ ἄρρεν οὐχ ἅπαντα χρόνον ἡδονὴν γὰρ οὐκ ἔχει τέλοσ ἀλλὰ γέννησιν καὶ τέκνωσιν. (Plutarch, De amore prolis, section 24)

    (플루타르코스, De amore prolis, section 24)

  • ἡδονὴν γὰρ οὐκ ἔχει τέλοσ ἀλλὰ γέννησιν καὶ τέκνωσιν. (Plutarch, De amore prolis, section 2 2:2)

    (플루타르코스, De amore prolis, section 2 2:2)

유의어

  1. 자손

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION