σχολαστής
1군 변화 명사; 남성
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
σχολαστής
σχολαστοῦ
형태분석:
σχολαστ
(어간)
+
ης
(어미)
뜻
- one who lives at ease
- leisurely, idle
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ εἶπεν αὐτοῖσ. σχολάζετε, σχολασταί ἐστε. διὰ τοῦτο λέγετε. πορευθῶμεν, θύσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν. (Septuagint, Liber Exodus 5:17)
(70인역 성경, 탈출기 5:17)
- ὁ δὲ καὶ μάλα ἄκων ἔπλευσε, τόν τε Κανίδιον αἰδούμενοσ ὡσ ἀτίμωσ ἀπερριμμένον ὑπὸ τοῦ Κάτωνοσ, καὶ ὅλωσ τὴν τοιαύτην ἐπιμέλειαν καὶ διοίκησιν, ἅτε δὴ νέοσ καὶ σχολαστήσ, οὐκ ἐλευθέριον οὐδ’ ἑαυτοῦ ποιούμενοσ. (Plutarch, Brutus, chapter 3 2:1)
(플루타르코스, Brutus, chapter 3 2:1)
- εἶθ’ ὁρῶν εἰσ στάσιν, ἐκ δὲ τῆσ στάσεωσ εἰσ ἄκρατον ἐμπίπτοντα τὰ πράγματα μοναρχίαν, ἐπὶ τὸν σχολαστὴν καί θεωρητικὸν ἐλθὼν βίον Ἕλλησί συνῆν φιλολόγοισ καί προσεῖχε τοῖσ μαθήμασιν, ἄχρι οὗ Σύλλασ ἐκράτησε καί κατάστασίν τινα λαμβάνειν ἔδοξεν ἡ πόλισ. (Plutarch, Cicero, chapter 3 2:1)
(플루타르코스, Cicero, chapter 3 2:1)
- σόλων δὲ τοῖσ πράγμασι τοὺσ νόμουσ μᾶλλον ἢ τὰ πράγματα τοῖσ νόμοισ προσαρμόζων, καὶ τῆσ χώρασ τὴν φύσιν ὁρῶν τοῖσ γεωργοῦσι γλίσχρωσ διαρκοῦσαν, ἀργὸν δὲ καὶ σχολαστὴν ὄχλον οὐ δυναμένην τρέφειν, ταῖσ τέχναισ ἀξίωμα περιέθηκε, καὶ τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴν ἔταξεν ἐπισκοπεῖν ὅθεν ἕκαστοσ ἔχει τὰ ἐπιτήδεια, καὶ τοὺσ ἀργοὺσ κολάζειν. (Plutarch, , chapter 22 3:1)
(플루타르코스, , chapter 22 3:1)
- ὅταν δὲ ῥᾳθύμοισ σχολασταῖσ καὶ τὰ μέσα φεύγουσι τῶν πόλεων ὁμιλῶσιν, οὐκ αἰσχύνονται πολιτείαν μὲν ἀλλοτριοπραγίαν ἐπίπονον, φιλοτιμίαν δὲ κενοδοξίαν ἄκαρπον ὀνομάζοντεσ. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 14 3:1)
(플루타르코스, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 14 3:1)
유의어
-
one who lives at ease