헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συντετραίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συντετραίνω συντρήσω συνέτρησα συντέτρημαι

형태분석: συν (접두사) + τετραίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 달리다, 뛰다, 운영하다, 뛰어들다, 흘러가다
  2. 찌르다, 꿰뚫다, 뚫다
  1. to bore through so as to meet, carrying, to run, to be carried by a connecting channel or duct
  2. let, pierce

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συντετραίνω

(나는) 달린다

συντετραίνεις

(너는) 달린다

συντετραίνει

(그는) 달린다

쌍수 συντετραίνετον

(너희 둘은) 달린다

συντετραίνετον

(그 둘은) 달린다

복수 συντετραίνομεν

(우리는) 달린다

συντετραίνετε

(너희는) 달린다

συντετραίνουσιν*

(그들은) 달린다

접속법단수 συντετραίνω

(나는) 달리자

συντετραίνῃς

(너는) 달리자

συντετραίνῃ

(그는) 달리자

쌍수 συντετραίνητον

(너희 둘은) 달리자

συντετραίνητον

(그 둘은) 달리자

복수 συντετραίνωμεν

(우리는) 달리자

συντετραίνητε

(너희는) 달리자

συντετραίνωσιν*

(그들은) 달리자

기원법단수 συντετραίνοιμι

(나는) 달리기를 (바라다)

συντετραίνοις

(너는) 달리기를 (바라다)

συντετραίνοι

(그는) 달리기를 (바라다)

쌍수 συντετραίνοιτον

(너희 둘은) 달리기를 (바라다)

συντετραινοίτην

(그 둘은) 달리기를 (바라다)

복수 συντετραίνοιμεν

(우리는) 달리기를 (바라다)

συντετραίνοιτε

(너희는) 달리기를 (바라다)

συντετραίνοιεν

(그들은) 달리기를 (바라다)

명령법단수 συντέτραινε

(너는) 달려라

συντετραινέτω

(그는) 달려라

쌍수 συντετραίνετον

(너희 둘은) 달려라

συντετραινέτων

(그 둘은) 달려라

복수 συντετραίνετε

(너희는) 달려라

συντετραινόντων, συντετραινέτωσαν

(그들은) 달려라

부정사 συντετραίνειν

달리는 것

분사 남성여성중성
συντετραινων

συντετραινοντος

συντετραινουσα

συντετραινουσης

συντετραινον

συντετραινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συντετραίνομαι

συντετραίνει, συντετραίνῃ

συντετραίνεται

쌍수 συντετραίνεσθον

συντετραίνεσθον

복수 συντετραινόμεθα

συντετραίνεσθε

συντετραίνονται

접속법단수 συντετραίνωμαι

συντετραίνῃ

συντετραίνηται

쌍수 συντετραίνησθον

συντετραίνησθον

복수 συντετραινώμεθα

συντετραίνησθε

συντετραίνωνται

기원법단수 συντετραινοίμην

συντετραίνοιο

συντετραίνοιτο

쌍수 συντετραίνοισθον

συντετραινοίσθην

복수 συντετραινοίμεθα

συντετραίνοισθε

συντετραίνοιντο

명령법단수 συντετραίνου

συντετραινέσθω

쌍수 συντετραίνεσθον

συντετραινέσθων

복수 συντετραίνεσθε

συντετραινέσθων, συντετραινέσθωσαν

부정사 συντετραίνεσθαι

분사 남성여성중성
συντετραινομενος

συντετραινομενου

συντετραινομενη

συντετραινομενης

συντετραινομενον

συντετραινομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συντρήσω

(나는) 달리겠다

συντρήσεις

(너는) 달리겠다

συντρήσει

(그는) 달리겠다

쌍수 συντρήσετον

(너희 둘은) 달리겠다

συντρήσετον

(그 둘은) 달리겠다

복수 συντρήσομεν

(우리는) 달리겠다

συντρήσετε

(너희는) 달리겠다

συντρήσουσιν*

(그들은) 달리겠다

기원법단수 συντρήσοιμι

(나는) 달리겠기를 (바라다)

συντρήσοις

(너는) 달리겠기를 (바라다)

συντρήσοι

(그는) 달리겠기를 (바라다)

쌍수 συντρήσοιτον

(너희 둘은) 달리겠기를 (바라다)

συντρησοίτην

(그 둘은) 달리겠기를 (바라다)

복수 συντρήσοιμεν

(우리는) 달리겠기를 (바라다)

συντρήσοιτε

(너희는) 달리겠기를 (바라다)

συντρήσοιεν

(그들은) 달리겠기를 (바라다)

부정사 συντρήσειν

달릴 것

분사 남성여성중성
συντρησων

συντρησοντος

συντρησουσα

συντρησουσης

συντρησον

συντρησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συντρήσομαι

συντρήσει, συντρήσῃ

συντρήσεται

쌍수 συντρήσεσθον

συντρήσεσθον

복수 συντρησόμεθα

συντρήσεσθε

συντρήσονται

기원법단수 συντρησοίμην

συντρήσοιο

συντρήσοιτο

쌍수 συντρήσοισθον

συντρησοίσθην

복수 συντρησοίμεθα

συντρήσοισθε

συντρήσοιντο

부정사 συντρήσεσθαι

분사 남성여성중성
συντρησομενος

συντρησομενου

συντρησομενη

συντρησομενης

συντρησομενον

συντρησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνετέτραινον

(나는) 달리고 있었다

συνετέτραινες

(너는) 달리고 있었다

συνετέτραινεν*

(그는) 달리고 있었다

쌍수 συνετετραίνετον

(너희 둘은) 달리고 있었다

συνετετραινέτην

(그 둘은) 달리고 있었다

복수 συνετετραίνομεν

(우리는) 달리고 있었다

συνετετραίνετε

(너희는) 달리고 있었다

συνετέτραινον

(그들은) 달리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνετετραινόμην

συνετετραίνου

συνετετραίνετο

쌍수 συνετετραίνεσθον

συνετετραινέσθην

복수 συνετετραινόμεθα

συνετετραίνεσθε

συνετετραίνοντο

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνέτρησα

(나는) 달렸다

συνέτρησας

(너는) 달렸다

συνέτρησεν*

(그는) 달렸다

쌍수 συνετρήσατον

(너희 둘은) 달렸다

συνετρησάτην

(그 둘은) 달렸다

복수 συνετρήσαμεν

(우리는) 달렸다

συνετρήσατε

(너희는) 달렸다

συνέτρησαν

(그들은) 달렸다

접속법단수 συντρήσω

(나는) 달렸자

συντρήσῃς

(너는) 달렸자

συντρήσῃ

(그는) 달렸자

쌍수 συντρήσητον

(너희 둘은) 달렸자

συντρήσητον

(그 둘은) 달렸자

복수 συντρήσωμεν

(우리는) 달렸자

συντρήσητε

(너희는) 달렸자

συντρήσωσιν*

(그들은) 달렸자

기원법단수 συντρήσαιμι

(나는) 달렸기를 (바라다)

συντρήσαις

(너는) 달렸기를 (바라다)

συντρήσαι

(그는) 달렸기를 (바라다)

쌍수 συντρήσαιτον

(너희 둘은) 달렸기를 (바라다)

συντρησαίτην

(그 둘은) 달렸기를 (바라다)

복수 συντρήσαιμεν

(우리는) 달렸기를 (바라다)

συντρήσαιτε

(너희는) 달렸기를 (바라다)

συντρήσαιεν

(그들은) 달렸기를 (바라다)

명령법단수 συντρήσον

(너는) 달렸어라

συντρησάτω

(그는) 달렸어라

쌍수 συντρήσατον

(너희 둘은) 달렸어라

συντρησάτων

(그 둘은) 달렸어라

복수 συντρήσατε

(너희는) 달렸어라

συντρησάντων

(그들은) 달렸어라

부정사 συντρήσαι

달렸는 것

분사 남성여성중성
συντρησᾱς

συντρησαντος

συντρησᾱσα

συντρησᾱσης

συντρησαν

συντρησαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνετρησάμην

συνετρήσω

συνετρήσατο

쌍수 συνετρήσασθον

συνετρησάσθην

복수 συνετρησάμεθα

συνετρήσασθε

συνετρήσαντο

접속법단수 συντρήσωμαι

συντρήσῃ

συντρήσηται

쌍수 συντρήσησθον

συντρήσησθον

복수 συντρησώμεθα

συντρήσησθε

συντρήσωνται

기원법단수 συντρησαίμην

συντρήσαιο

συντρήσαιτο

쌍수 συντρήσαισθον

συντρησαίσθην

복수 συντρησαίμεθα

συντρήσαισθε

συντρήσαιντο

명령법단수 συντρήσαι

συντρησάσθω

쌍수 συντρήσασθον

συντρησάσθων

복수 συντρήσασθε

συντρησάσθων

부정사 συντρήσεσθαι

분사 남성여성중성
συντρησαμενος

συντρησαμενου

συντρησαμενη

συντρησαμενης

συντρησαμενον

συντρησαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 찌르다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION