헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τετραίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τετραίνω τετρανέω

형태분석: τετραίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 뚫다, 꿰뚫다, 찌르다, 관통하다, 힘껏 찔러 죽이다, 아래를 파다
  1. to bore through, pierce, perforate, has holes in it, formed by perforating

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τετραίνω

(나는) 뚫는다

τετραίνεις

(너는) 뚫는다

τετραίνει

(그는) 뚫는다

쌍수 τετραίνετον

(너희 둘은) 뚫는다

τετραίνετον

(그 둘은) 뚫는다

복수 τετραίνομεν

(우리는) 뚫는다

τετραίνετε

(너희는) 뚫는다

τετραίνουσιν*

(그들은) 뚫는다

접속법단수 τετραίνω

(나는) 뚫자

τετραίνῃς

(너는) 뚫자

τετραίνῃ

(그는) 뚫자

쌍수 τετραίνητον

(너희 둘은) 뚫자

τετραίνητον

(그 둘은) 뚫자

복수 τετραίνωμεν

(우리는) 뚫자

τετραίνητε

(너희는) 뚫자

τετραίνωσιν*

(그들은) 뚫자

기원법단수 τετραίνοιμι

(나는) 뚫기를 (바라다)

τετραίνοις

(너는) 뚫기를 (바라다)

τετραίνοι

(그는) 뚫기를 (바라다)

쌍수 τετραίνοιτον

(너희 둘은) 뚫기를 (바라다)

τετραινοίτην

(그 둘은) 뚫기를 (바라다)

복수 τετραίνοιμεν

(우리는) 뚫기를 (바라다)

τετραίνοιτε

(너희는) 뚫기를 (바라다)

τετραίνοιεν

(그들은) 뚫기를 (바라다)

명령법단수 τέτραινε

(너는) 뚫어라

τετραινέτω

(그는) 뚫어라

쌍수 τετραίνετον

(너희 둘은) 뚫어라

τετραινέτων

(그 둘은) 뚫어라

복수 τετραίνετε

(너희는) 뚫어라

τετραινόντων, τετραινέτωσαν

(그들은) 뚫어라

부정사 τετραίνειν

뚫는 것

분사 남성여성중성
τετραινων

τετραινοντος

τετραινουσα

τετραινουσης

τετραινον

τετραινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τετραίνομαι

(나는) 뚫어진다

τετραίνει, τετραίνῃ

(너는) 뚫어진다

τετραίνεται

(그는) 뚫어진다

쌍수 τετραίνεσθον

(너희 둘은) 뚫어진다

τετραίνεσθον

(그 둘은) 뚫어진다

복수 τετραινόμεθα

(우리는) 뚫어진다

τετραίνεσθε

(너희는) 뚫어진다

τετραίνονται

(그들은) 뚫어진다

접속법단수 τετραίνωμαι

(나는) 뚫어지자

τετραίνῃ

(너는) 뚫어지자

τετραίνηται

(그는) 뚫어지자

쌍수 τετραίνησθον

(너희 둘은) 뚫어지자

τετραίνησθον

(그 둘은) 뚫어지자

복수 τετραινώμεθα

(우리는) 뚫어지자

τετραίνησθε

(너희는) 뚫어지자

τετραίνωνται

(그들은) 뚫어지자

기원법단수 τετραινοίμην

(나는) 뚫어지기를 (바라다)

τετραίνοιο

(너는) 뚫어지기를 (바라다)

τετραίνοιτο

(그는) 뚫어지기를 (바라다)

쌍수 τετραίνοισθον

(너희 둘은) 뚫어지기를 (바라다)

τετραινοίσθην

(그 둘은) 뚫어지기를 (바라다)

복수 τετραινοίμεθα

(우리는) 뚫어지기를 (바라다)

τετραίνοισθε

(너희는) 뚫어지기를 (바라다)

τετραίνοιντο

(그들은) 뚫어지기를 (바라다)

명령법단수 τετραίνου

(너는) 뚫어져라

τετραινέσθω

(그는) 뚫어져라

쌍수 τετραίνεσθον

(너희 둘은) 뚫어져라

τετραινέσθων

(그 둘은) 뚫어져라

복수 τετραίνεσθε

(너희는) 뚫어져라

τετραινέσθων, τετραινέσθωσαν

(그들은) 뚫어져라

부정사 τετραίνεσθαι

뚫어지는 것

분사 남성여성중성
τετραινομενος

τετραινομενου

τετραινομενη

τετραινομενης

τετραινομενον

τετραινομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τετρανῶ

(나는) 뚫겠다

τετρανεῖς

(너는) 뚫겠다

τετρανεῖ

(그는) 뚫겠다

쌍수 τετρανεῖτον

(너희 둘은) 뚫겠다

τετρανεῖτον

(그 둘은) 뚫겠다

복수 τετρανοῦμεν

(우리는) 뚫겠다

τετρανεῖτε

(너희는) 뚫겠다

τετρανοῦσιν*

(그들은) 뚫겠다

기원법단수 τετρανοῖμι

(나는) 뚫겠기를 (바라다)

τετρανοῖς

(너는) 뚫겠기를 (바라다)

τετρανοῖ

(그는) 뚫겠기를 (바라다)

쌍수 τετρανοῖτον

(너희 둘은) 뚫겠기를 (바라다)

τετρανοίτην

(그 둘은) 뚫겠기를 (바라다)

복수 τετρανοῖμεν

(우리는) 뚫겠기를 (바라다)

τετρανοῖτε

(너희는) 뚫겠기를 (바라다)

τετρανοῖεν

(그들은) 뚫겠기를 (바라다)

부정사 τετρανεῖν

뚫을 것

분사 남성여성중성
τετρανων

τετρανουντος

τετρανουσα

τετρανουσης

τετρανουν

τετρανουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τετρανοῦμαι

(나는) 뚫어지겠다

τετρανεῖ, τετρανῇ

(너는) 뚫어지겠다

τετρανεῖται

(그는) 뚫어지겠다

쌍수 τετρανεῖσθον

(너희 둘은) 뚫어지겠다

τετρανεῖσθον

(그 둘은) 뚫어지겠다

복수 τετρανούμεθα

(우리는) 뚫어지겠다

τετρανεῖσθε

(너희는) 뚫어지겠다

τετρανοῦνται

(그들은) 뚫어지겠다

기원법단수 τετρανοίμην

(나는) 뚫어지겠기를 (바라다)

τετρανοῖο

(너는) 뚫어지겠기를 (바라다)

τετρανοῖτο

(그는) 뚫어지겠기를 (바라다)

쌍수 τετρανοῖσθον

(너희 둘은) 뚫어지겠기를 (바라다)

τετρανοίσθην

(그 둘은) 뚫어지겠기를 (바라다)

복수 τετρανοίμεθα

(우리는) 뚫어지겠기를 (바라다)

τετρανοῖσθε

(너희는) 뚫어지겠기를 (바라다)

τετρανοῖντο

(그들은) 뚫어지겠기를 (바라다)

부정사 τετρανεῖσθαι

뚫어질 것

분사 남성여성중성
τετρανουμενος

τετρανουμενου

τετρανουμενη

τετρανουμενης

τετρανουμενον

τετρανουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐτέτραινον

(나는) 뚫고 있었다

ἐτέτραινες

(너는) 뚫고 있었다

ἐτέτραινεν*

(그는) 뚫고 있었다

쌍수 ἐτετραίνετον

(너희 둘은) 뚫고 있었다

ἐτετραινέτην

(그 둘은) 뚫고 있었다

복수 ἐτετραίνομεν

(우리는) 뚫고 있었다

ἐτετραίνετε

(너희는) 뚫고 있었다

ἐτέτραινον

(그들은) 뚫고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐτετραινόμην

(나는) 뚫어지고 있었다

ἐτετραίνου

(너는) 뚫어지고 있었다

ἐτετραίνετο

(그는) 뚫어지고 있었다

쌍수 ἐτετραίνεσθον

(너희 둘은) 뚫어지고 있었다

ἐτετραινέσθην

(그 둘은) 뚫어지고 있었다

복수 ἐτετραινόμεθα

(우리는) 뚫어지고 있었다

ἐτετραίνεσθε

(너희는) 뚫어지고 있었다

ἐτετραίνοντο

(그들은) 뚫어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 뚫다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION