헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνηγορέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνηγορέω συνηγορήσω

형태분석: συνηγορέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: sunh/goros

  1. 야기시키다, 있다, 유발시키다, 불러일으키다, 빚다, 끼치다
  1. to be an advocate, to be, advocate, plead, cause
  2. to second

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηγόρω

(나는) 야기시킨다

συνηγόρεις

(너는) 야기시킨다

συνηγόρει

(그는) 야기시킨다

쌍수 συνηγόρειτον

(너희 둘은) 야기시킨다

συνηγόρειτον

(그 둘은) 야기시킨다

복수 συνηγόρουμεν

(우리는) 야기시킨다

συνηγόρειτε

(너희는) 야기시킨다

συνηγόρουσιν*

(그들은) 야기시킨다

접속법단수 συνηγόρω

(나는) 야기시키자

συνηγόρῃς

(너는) 야기시키자

συνηγόρῃ

(그는) 야기시키자

쌍수 συνηγόρητον

(너희 둘은) 야기시키자

συνηγόρητον

(그 둘은) 야기시키자

복수 συνηγόρωμεν

(우리는) 야기시키자

συνηγόρητε

(너희는) 야기시키자

συνηγόρωσιν*

(그들은) 야기시키자

기원법단수 συνηγόροιμι

(나는) 야기시키기를 (바라다)

συνηγόροις

(너는) 야기시키기를 (바라다)

συνηγόροι

(그는) 야기시키기를 (바라다)

쌍수 συνηγόροιτον

(너희 둘은) 야기시키기를 (바라다)

συνηγοροίτην

(그 둘은) 야기시키기를 (바라다)

복수 συνηγόροιμεν

(우리는) 야기시키기를 (바라다)

συνηγόροιτε

(너희는) 야기시키기를 (바라다)

συνηγόροιεν

(그들은) 야기시키기를 (바라다)

명령법단수 συνηγο͂ρει

(너는) 야기시켜라

συνηγορεῖτω

(그는) 야기시켜라

쌍수 συνηγόρειτον

(너희 둘은) 야기시켜라

συνηγορεῖτων

(그 둘은) 야기시켜라

복수 συνηγόρειτε

(너희는) 야기시켜라

συνηγοροῦντων, συνηγορεῖτωσαν

(그들은) 야기시켜라

부정사 συνηγόρειν

야기시키는 것

분사 남성여성중성
συνηγορων

συνηγορουντος

συνηγορουσα

συνηγορουσης

συνηγορουν

συνηγορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηγόρουμαι

(나는) 야기한다

συνηγόρει, συνηγόρῃ

(너는) 야기한다

συνηγόρειται

(그는) 야기한다

쌍수 συνηγόρεισθον

(너희 둘은) 야기한다

συνηγόρεισθον

(그 둘은) 야기한다

복수 συνηγοροῦμεθα

(우리는) 야기한다

συνηγόρεισθε

(너희는) 야기한다

συνηγόρουνται

(그들은) 야기한다

접속법단수 συνηγόρωμαι

(나는) 야기하자

συνηγόρῃ

(너는) 야기하자

συνηγόρηται

(그는) 야기하자

쌍수 συνηγόρησθον

(너희 둘은) 야기하자

συνηγόρησθον

(그 둘은) 야기하자

복수 συνηγορώμεθα

(우리는) 야기하자

συνηγόρησθε

(너희는) 야기하자

συνηγόρωνται

(그들은) 야기하자

기원법단수 συνηγοροίμην

(나는) 야기하기를 (바라다)

συνηγόροιο

(너는) 야기하기를 (바라다)

συνηγόροιτο

(그는) 야기하기를 (바라다)

쌍수 συνηγόροισθον

(너희 둘은) 야기하기를 (바라다)

συνηγοροίσθην

(그 둘은) 야기하기를 (바라다)

복수 συνηγοροίμεθα

(우리는) 야기하기를 (바라다)

συνηγόροισθε

(너희는) 야기하기를 (바라다)

συνηγόροιντο

(그들은) 야기하기를 (바라다)

명령법단수 συνηγόρου

(너는) 야기해라

συνηγορεῖσθω

(그는) 야기해라

쌍수 συνηγόρεισθον

(너희 둘은) 야기해라

συνηγορεῖσθων

(그 둘은) 야기해라

복수 συνηγόρεισθε

(너희는) 야기해라

συνηγορεῖσθων, συνηγορεῖσθωσαν

(그들은) 야기해라

부정사 συνηγόρεισθαι

야기하는 것

분사 남성여성중성
συνηγορουμενος

συνηγορουμενου

συνηγορουμενη

συνηγορουμενης

συνηγορουμενον

συνηγορουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηγορήσω

(나는) 야기시키겠다

συνηγορήσεις

(너는) 야기시키겠다

συνηγορήσει

(그는) 야기시키겠다

쌍수 συνηγορήσετον

(너희 둘은) 야기시키겠다

συνηγορήσετον

(그 둘은) 야기시키겠다

복수 συνηγορήσομεν

(우리는) 야기시키겠다

συνηγορήσετε

(너희는) 야기시키겠다

συνηγορήσουσιν*

(그들은) 야기시키겠다

기원법단수 συνηγορήσοιμι

(나는) 야기시키겠기를 (바라다)

συνηγορήσοις

(너는) 야기시키겠기를 (바라다)

συνηγορήσοι

(그는) 야기시키겠기를 (바라다)

쌍수 συνηγορήσοιτον

(너희 둘은) 야기시키겠기를 (바라다)

συνηγορησοίτην

(그 둘은) 야기시키겠기를 (바라다)

복수 συνηγορήσοιμεν

(우리는) 야기시키겠기를 (바라다)

συνηγορήσοιτε

(너희는) 야기시키겠기를 (바라다)

συνηγορήσοιεν

(그들은) 야기시키겠기를 (바라다)

부정사 συνηγορήσειν

야기시킬 것

분사 남성여성중성
συνηγορησων

συνηγορησοντος

συνηγορησουσα

συνηγορησουσης

συνηγορησον

συνηγορησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηγορήσομαι

(나는) 야기하겠다

συνηγορήσει, συνηγορήσῃ

(너는) 야기하겠다

συνηγορήσεται

(그는) 야기하겠다

쌍수 συνηγορήσεσθον

(너희 둘은) 야기하겠다

συνηγορήσεσθον

(그 둘은) 야기하겠다

복수 συνηγορησόμεθα

(우리는) 야기하겠다

συνηγορήσεσθε

(너희는) 야기하겠다

συνηγορήσονται

(그들은) 야기하겠다

기원법단수 συνηγορησοίμην

(나는) 야기하겠기를 (바라다)

συνηγορήσοιο

(너는) 야기하겠기를 (바라다)

συνηγορήσοιτο

(그는) 야기하겠기를 (바라다)

쌍수 συνηγορήσοισθον

(너희 둘은) 야기하겠기를 (바라다)

συνηγορησοίσθην

(그 둘은) 야기하겠기를 (바라다)

복수 συνηγορησοίμεθα

(우리는) 야기하겠기를 (바라다)

συνηγορήσοισθε

(너희는) 야기하겠기를 (바라다)

συνηγορήσοιντο

(그들은) 야기하겠기를 (바라다)

부정사 συνηγορήσεσθαι

야기할 것

분사 남성여성중성
συνηγορησομενος

συνηγορησομενου

συνηγορησομενη

συνηγορησομενης

συνηγορησομενον

συνηγορησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσυνηγο͂ρουν

(나는) 야기시키고 있었다

ἐσυνηγο͂ρεις

(너는) 야기시키고 있었다

ἐσυνηγο͂ρειν*

(그는) 야기시키고 있었다

쌍수 ἐσυνηγόρειτον

(너희 둘은) 야기시키고 있었다

ἐσυνηγορεῖτην

(그 둘은) 야기시키고 있었다

복수 ἐσυνηγόρουμεν

(우리는) 야기시키고 있었다

ἐσυνηγόρειτε

(너희는) 야기시키고 있었다

ἐσυνηγο͂ρουν

(그들은) 야기시키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσυνηγοροῦμην

(나는) 야기하고 있었다

ἐσυνηγόρου

(너는) 야기하고 있었다

ἐσυνηγόρειτο

(그는) 야기하고 있었다

쌍수 ἐσυνηγόρεισθον

(너희 둘은) 야기하고 있었다

ἐσυνηγορεῖσθην

(그 둘은) 야기하고 있었다

복수 ἐσυνηγοροῦμεθα

(우리는) 야기하고 있었다

ἐσυνηγόρεισθε

(너희는) 야기하고 있었다

ἐσυνηγόρουντο

(그들은) 야기하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 야기시키다

  2. to second

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION