헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνεπακολουθέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνεπακολουθέω συνεπακολουθήσω

형태분석: συν (접두사) + ἐπ (접두사) + ἀκολουθέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to follow closely

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπακολούθω

συνεπακολούθεις

συνεπακολούθει

쌍수 συνεπακολούθειτον

συνεπακολούθειτον

복수 συνεπακολούθουμεν

συνεπακολούθειτε

συνεπακολούθουσιν*

접속법단수 συνεπακολούθω

συνεπακολούθῃς

συνεπακολούθῃ

쌍수 συνεπακολούθητον

συνεπακολούθητον

복수 συνεπακολούθωμεν

συνεπακολούθητε

συνεπακολούθωσιν*

기원법단수 συνεπακολούθοιμι

συνεπακολούθοις

συνεπακολούθοι

쌍수 συνεπακολούθοιτον

συνεπακολουθοίτην

복수 συνεπακολούθοιμεν

συνεπακολούθοιτε

συνεπακολούθοιεν

명령법단수 συνεπακολοῦθει

συνεπακολουθεῖτω

쌍수 συνεπακολούθειτον

συνεπακολουθεῖτων

복수 συνεπακολούθειτε

συνεπακολουθοῦντων, συνεπακολουθεῖτωσαν

부정사 συνεπακολούθειν

분사 남성여성중성
συνεπακολουθων

συνεπακολουθουντος

συνεπακολουθουσα

συνεπακολουθουσης

συνεπακολουθουν

συνεπακολουθουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπακολούθουμαι

συνεπακολούθει, συνεπακολούθῃ

συνεπακολούθειται

쌍수 συνεπακολούθεισθον

συνεπακολούθεισθον

복수 συνεπακολουθοῦμεθα

συνεπακολούθεισθε

συνεπακολούθουνται

접속법단수 συνεπακολούθωμαι

συνεπακολούθῃ

συνεπακολούθηται

쌍수 συνεπακολούθησθον

συνεπακολούθησθον

복수 συνεπακολουθώμεθα

συνεπακολούθησθε

συνεπακολούθωνται

기원법단수 συνεπακολουθοίμην

συνεπακολούθοιο

συνεπακολούθοιτο

쌍수 συνεπακολούθοισθον

συνεπακολουθοίσθην

복수 συνεπακολουθοίμεθα

συνεπακολούθοισθε

συνεπακολούθοιντο

명령법단수 συνεπακολούθου

συνεπακολουθεῖσθω

쌍수 συνεπακολούθεισθον

συνεπακολουθεῖσθων

복수 συνεπακολούθεισθε

συνεπακολουθεῖσθων, συνεπακολουθεῖσθωσαν

부정사 συνεπακολούθεισθαι

분사 남성여성중성
συνεπακολουθουμενος

συνεπακολουθουμενου

συνεπακολουθουμενη

συνεπακολουθουμενης

συνεπακολουθουμενον

συνεπακολουθουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπακολουθήσω

συνεπακολουθήσεις

συνεπακολουθήσει

쌍수 συνεπακολουθήσετον

συνεπακολουθήσετον

복수 συνεπακολουθήσομεν

συνεπακολουθήσετε

συνεπακολουθήσουσιν*

기원법단수 συνεπακολουθήσοιμι

συνεπακολουθήσοις

συνεπακολουθήσοι

쌍수 συνεπακολουθήσοιτον

συνεπακολουθησοίτην

복수 συνεπακολουθήσοιμεν

συνεπακολουθήσοιτε

συνεπακολουθήσοιεν

부정사 συνεπακολουθήσειν

분사 남성여성중성
συνεπακολουθησων

συνεπακολουθησοντος

συνεπακολουθησουσα

συνεπακολουθησουσης

συνεπακολουθησον

συνεπακολουθησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπακολουθήσομαι

συνεπακολουθήσει, συνεπακολουθήσῃ

συνεπακολουθήσεται

쌍수 συνεπακολουθήσεσθον

συνεπακολουθήσεσθον

복수 συνεπακολουθησόμεθα

συνεπακολουθήσεσθε

συνεπακολουθήσονται

기원법단수 συνεπακολουθησοίμην

συνεπακολουθήσοιο

συνεπακολουθήσοιτο

쌍수 συνεπακολουθήσοισθον

συνεπακολουθησοίσθην

복수 συνεπακολουθησοίμεθα

συνεπακολουθήσοισθε

συνεπακολουθήσοιντο

부정사 συνεπακολουθήσεσθαι

분사 남성여성중성
συνεπακολουθησομενος

συνεπακολουθησομενου

συνεπακολουθησομενη

συνεπακολουθησομενης

συνεπακολουθησομενον

συνεπακολουθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to follow closely

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION