Ancient Greek-English Dictionary Language

συνεπαγωνίζομαι

Non-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: συνεπαγωνίζομαι συνεπαγωνιοῦμαι

Structure: συν (Prefix) + ἐπ (Prefix) + ἀγωνίζ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to join in stirring up a contest besides

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνεπαγωνίζομαι συνεπαγωνίζει, συνεπαγωνίζῃ συνεπαγωνίζεται
Dual συνεπαγωνίζεσθον συνεπαγωνίζεσθον
Plural συνεπαγωνιζόμεθα συνεπαγωνίζεσθε συνεπαγωνίζονται
SubjunctiveSingular συνεπαγωνίζωμαι συνεπαγωνίζῃ συνεπαγωνίζηται
Dual συνεπαγωνίζησθον συνεπαγωνίζησθον
Plural συνεπαγωνιζώμεθα συνεπαγωνίζησθε συνεπαγωνίζωνται
OptativeSingular συνεπαγωνιζοίμην συνεπαγωνίζοιο συνεπαγωνίζοιτο
Dual συνεπαγωνίζοισθον συνεπαγωνιζοίσθην
Plural συνεπαγωνιζοίμεθα συνεπαγωνίζοισθε συνεπαγωνίζοιντο
ImperativeSingular συνεπαγωνίζου συνεπαγωνιζέσθω
Dual συνεπαγωνίζεσθον συνεπαγωνιζέσθων
Plural συνεπαγωνίζεσθε συνεπαγωνιζέσθων, συνεπαγωνιζέσθωσαν
Infinitive συνεπαγωνίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνεπαγωνιζομενος συνεπαγωνιζομενου συνεπαγωνιζομενη συνεπαγωνιζομενης συνεπαγωνιζομενον συνεπαγωνιζομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION