헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνεξαπατάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνεξαπατάω συνεξαπατήσω

형태분석: συν (접두사) + ἐξ (접두사) + ἀπατά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to cheat together or also

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεξαπάτω

συνεξαπάτᾳς

συνεξαπάτᾳ

쌍수 συνεξαπάτᾱτον

συνεξαπάτᾱτον

복수 συνεξαπάτωμεν

συνεξαπάτᾱτε

συνεξαπάτωσιν*

접속법단수 συνεξαπάτω

συνεξαπάτῃς

συνεξαπάτῃ

쌍수 συνεξαπάτητον

συνεξαπάτητον

복수 συνεξαπάτωμεν

συνεξαπάτητε

συνεξαπάτωσιν*

기원법단수 συνεξαπάτῳμι

συνεξαπάτῳς

συνεξαπάτῳ

쌍수 συνεξαπάτῳτον

συνεξαπατῷτην

복수 συνεξαπάτῳμεν

συνεξαπάτῳτε

συνεξαπάτῳεν

명령법단수 συνεξαπᾶτᾱ

συνεξαπατᾶτω

쌍수 συνεξαπάτᾱτον

συνεξαπατᾶτων

복수 συνεξαπάτᾱτε

συνεξαπατῶντων, συνεξαπατᾶτωσαν

부정사 συνεξαπάτᾱν

분사 남성여성중성
συνεξαπατων

συνεξαπατωντος

συνεξαπατωσα

συνεξαπατωσης

συνεξαπατων

συνεξαπατωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεξαπάτωμαι

συνεξαπάτᾳ

συνεξαπάτᾱται

쌍수 συνεξαπάτᾱσθον

συνεξαπάτᾱσθον

복수 συνεξαπατῶμεθα

συνεξαπάτᾱσθε

συνεξαπάτωνται

접속법단수 συνεξαπάτωμαι

συνεξαπάτῃ

συνεξαπάτηται

쌍수 συνεξαπάτησθον

συνεξαπάτησθον

복수 συνεξαπατώμεθα

συνεξαπάτησθε

συνεξαπάτωνται

기원법단수 συνεξαπατῷμην

συνεξαπάτῳο

συνεξαπάτῳτο

쌍수 συνεξαπάτῳσθον

συνεξαπατῷσθην

복수 συνεξαπατῷμεθα

συνεξαπάτῳσθε

συνεξαπάτῳντο

명령법단수 συνεξαπάτω

συνεξαπατᾶσθω

쌍수 συνεξαπάτᾱσθον

συνεξαπατᾶσθων

복수 συνεξαπάτᾱσθε

συνεξαπατᾶσθων, συνεξαπατᾶσθωσαν

부정사 συνεξαπάτᾱσθαι

분사 남성여성중성
συνεξαπατωμενος

συνεξαπατωμενου

συνεξαπατωμενη

συνεξαπατωμενης

συνεξαπατωμενον

συνεξαπατωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεξαπατήσω

συνεξαπατήσεις

συνεξαπατήσει

쌍수 συνεξαπατήσετον

συνεξαπατήσετον

복수 συνεξαπατήσομεν

συνεξαπατήσετε

συνεξαπατήσουσιν*

기원법단수 συνεξαπατήσοιμι

συνεξαπατήσοις

συνεξαπατήσοι

쌍수 συνεξαπατήσοιτον

συνεξαπατησοίτην

복수 συνεξαπατήσοιμεν

συνεξαπατήσοιτε

συνεξαπατήσοιεν

부정사 συνεξαπατήσειν

분사 남성여성중성
συνεξαπατησων

συνεξαπατησοντος

συνεξαπατησουσα

συνεξαπατησουσης

συνεξαπατησον

συνεξαπατησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεξαπατήσομαι

συνεξαπατήσει, συνεξαπατήσῃ

συνεξαπατήσεται

쌍수 συνεξαπατήσεσθον

συνεξαπατήσεσθον

복수 συνεξαπατησόμεθα

συνεξαπατήσεσθε

συνεξαπατήσονται

기원법단수 συνεξαπατησοίμην

συνεξαπατήσοιο

συνεξαπατήσοιτο

쌍수 συνεξαπατήσοισθον

συνεξαπατησοίσθην

복수 συνεξαπατησοίμεθα

συνεξαπατήσοισθε

συνεξαπατήσοιντο

부정사 συνεξαπατήσεσθαι

분사 남성여성중성
συνεξαπατησομενος

συνεξαπατησομενου

συνεξαπατησομενη

συνεξαπατησομενης

συνεξαπατησομενον

συνεξαπατησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to cheat together or also

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION