헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προεξαπατάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προεξαπατάω προεξαπατήσω

형태분석: προ (접두사) + ἐξ (접두사) + ἀπατά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to deceive before

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεξαπάτω

προεξαπάτᾳς

προεξαπάτᾳ

쌍수 προεξαπάτᾱτον

προεξαπάτᾱτον

복수 προεξαπάτωμεν

προεξαπάτᾱτε

προεξαπάτωσιν*

접속법단수 προεξαπάτω

προεξαπάτῃς

προεξαπάτῃ

쌍수 προεξαπάτητον

προεξαπάτητον

복수 προεξαπάτωμεν

προεξαπάτητε

προεξαπάτωσιν*

기원법단수 προεξαπάτῳμι

προεξαπάτῳς

προεξαπάτῳ

쌍수 προεξαπάτῳτον

προεξαπατῷτην

복수 προεξαπάτῳμεν

προεξαπάτῳτε

προεξαπάτῳεν

명령법단수 προεξαπᾶτᾱ

προεξαπατᾶτω

쌍수 προεξαπάτᾱτον

προεξαπατᾶτων

복수 προεξαπάτᾱτε

προεξαπατῶντων, προεξαπατᾶτωσαν

부정사 προεξαπάτᾱν

분사 남성여성중성
προεξαπατων

προεξαπατωντος

προεξαπατωσα

προεξαπατωσης

προεξαπατων

προεξαπατωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεξαπάτωμαι

προεξαπάτᾳ

προεξαπάτᾱται

쌍수 προεξαπάτᾱσθον

προεξαπάτᾱσθον

복수 προεξαπατῶμεθα

προεξαπάτᾱσθε

προεξαπάτωνται

접속법단수 προεξαπάτωμαι

προεξαπάτῃ

προεξαπάτηται

쌍수 προεξαπάτησθον

προεξαπάτησθον

복수 προεξαπατώμεθα

προεξαπάτησθε

προεξαπάτωνται

기원법단수 προεξαπατῷμην

προεξαπάτῳο

προεξαπάτῳτο

쌍수 προεξαπάτῳσθον

προεξαπατῷσθην

복수 προεξαπατῷμεθα

προεξαπάτῳσθε

προεξαπάτῳντο

명령법단수 προεξαπάτω

προεξαπατᾶσθω

쌍수 προεξαπάτᾱσθον

προεξαπατᾶσθων

복수 προεξαπάτᾱσθε

προεξαπατᾶσθων, προεξαπατᾶσθωσαν

부정사 προεξαπάτᾱσθαι

분사 남성여성중성
προεξαπατωμενος

προεξαπατωμενου

προεξαπατωμενη

προεξαπατωμενης

προεξαπατωμενον

προεξαπατωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεξαπατήσω

προεξαπατήσεις

προεξαπατήσει

쌍수 προεξαπατήσετον

προεξαπατήσετον

복수 προεξαπατήσομεν

προεξαπατήσετε

προεξαπατήσουσιν*

기원법단수 προεξαπατήσοιμι

προεξαπατήσοις

προεξαπατήσοι

쌍수 προεξαπατήσοιτον

προεξαπατησοίτην

복수 προεξαπατήσοιμεν

προεξαπατήσοιτε

προεξαπατήσοιεν

부정사 προεξαπατήσειν

분사 남성여성중성
προεξαπατησων

προεξαπατησοντος

προεξαπατησουσα

προεξαπατησουσης

προεξαπατησον

προεξαπατησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεξαπατήσομαι

προεξαπατήσει, προεξαπατήσῃ

προεξαπατήσεται

쌍수 προεξαπατήσεσθον

προεξαπατήσεσθον

복수 προεξαπατησόμεθα

προεξαπατήσεσθε

προεξαπατήσονται

기원법단수 προεξαπατησοίμην

προεξαπατήσοιο

προεξαπατήσοιτο

쌍수 προεξαπατήσοισθον

προεξαπατησοίσθην

복수 προεξαπατησοίμεθα

προεξαπατήσοισθε

προεξαπατήσοιντο

부정사 προεξαπατήσεσθαι

분사 남성여성중성
προεξαπατησομενος

προεξαπατησομενου

προεξαπατησομενη

προεξαπατησομενης

προεξαπατησομενον

προεξαπατησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to deceive before

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION