Ancient Greek-English Dictionary Language

συνδικάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συνδικάζω συνδικάσω

Structure: συν (Prefix) + δικάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to be assessor to a judge

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδικάζω συνδικάζεις συνδικάζει
Dual συνδικάζετον συνδικάζετον
Plural συνδικάζομεν συνδικάζετε συνδικάζουσιν*
SubjunctiveSingular συνδικάζω συνδικάζῃς συνδικάζῃ
Dual συνδικάζητον συνδικάζητον
Plural συνδικάζωμεν συνδικάζητε συνδικάζωσιν*
OptativeSingular συνδικάζοιμι συνδικάζοις συνδικάζοι
Dual συνδικάζοιτον συνδικαζοίτην
Plural συνδικάζοιμεν συνδικάζοιτε συνδικάζοιεν
ImperativeSingular συνδίκαζε συνδικαζέτω
Dual συνδικάζετον συνδικαζέτων
Plural συνδικάζετε συνδικαζόντων, συνδικαζέτωσαν
Infinitive συνδικάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδικαζων συνδικαζοντος συνδικαζουσα συνδικαζουσης συνδικαζον συνδικαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδικάζομαι συνδικάζει, συνδικάζῃ συνδικάζεται
Dual συνδικάζεσθον συνδικάζεσθον
Plural συνδικαζόμεθα συνδικάζεσθε συνδικάζονται
SubjunctiveSingular συνδικάζωμαι συνδικάζῃ συνδικάζηται
Dual συνδικάζησθον συνδικάζησθον
Plural συνδικαζώμεθα συνδικάζησθε συνδικάζωνται
OptativeSingular συνδικαζοίμην συνδικάζοιο συνδικάζοιτο
Dual συνδικάζοισθον συνδικαζοίσθην
Plural συνδικαζοίμεθα συνδικάζοισθε συνδικάζοιντο
ImperativeSingular συνδικάζου συνδικαζέσθω
Dual συνδικάζεσθον συνδικαζέσθων
Plural συνδικάζεσθε συνδικαζέσθων, συνδικαζέσθωσαν
Infinitive συνδικάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδικαζομενος συνδικαζομενου συνδικαζομενη συνδικαζομενης συνδικαζομενον συνδικαζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδικάσω συνδικάσεις συνδικάσει
Dual συνδικάσετον συνδικάσετον
Plural συνδικάσομεν συνδικάσετε συνδικάσουσιν*
OptativeSingular συνδικάσοιμι συνδικάσοις συνδικάσοι
Dual συνδικάσοιτον συνδικασοίτην
Plural συνδικάσοιμεν συνδικάσοιτε συνδικάσοιεν
Infinitive συνδικάσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδικασων συνδικασοντος συνδικασουσα συνδικασουσης συνδικασον συνδικασοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδικάσομαι συνδικάσει, συνδικάσῃ συνδικάσεται
Dual συνδικάσεσθον συνδικάσεσθον
Plural συνδικασόμεθα συνδικάσεσθε συνδικάσονται
OptativeSingular συνδικασοίμην συνδικάσοιο συνδικάσοιτο
Dual συνδικάσοισθον συνδικασοίσθην
Plural συνδικασοίμεθα συνδικάσοισθε συνδικάσοιντο
Infinitive συνδικάσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδικασομενος συνδικασομενου συνδικασομενη συνδικασομενης συνδικασομενον συνδικασομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to be assessor to a judge

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION