Ancient Greek-English Dictionary Language

συνδιακοσμέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συνδιακοσμέω

Structure: συν (Prefix) + διακοσμέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to set in order together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιακοσμῶ συνδιακοσμεῖς συνδιακοσμεῖ
Dual συνδιακοσμεῖτον συνδιακοσμεῖτον
Plural συνδιακοσμοῦμεν συνδιακοσμεῖτε συνδιακοσμοῦσιν*
SubjunctiveSingular συνδιακοσμῶ συνδιακοσμῇς συνδιακοσμῇ
Dual συνδιακοσμῆτον συνδιακοσμῆτον
Plural συνδιακοσμῶμεν συνδιακοσμῆτε συνδιακοσμῶσιν*
OptativeSingular συνδιακοσμοῖμι συνδιακοσμοῖς συνδιακοσμοῖ
Dual συνδιακοσμοῖτον συνδιακοσμοίτην
Plural συνδιακοσμοῖμεν συνδιακοσμοῖτε συνδιακοσμοῖεν
ImperativeSingular συνδιακόσμει συνδιακοσμείτω
Dual συνδιακοσμεῖτον συνδιακοσμείτων
Plural συνδιακοσμεῖτε συνδιακοσμούντων, συνδιακοσμείτωσαν
Infinitive συνδιακοσμεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιακοσμων συνδιακοσμουντος συνδιακοσμουσα συνδιακοσμουσης συνδιακοσμουν συνδιακοσμουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιακοσμοῦμαι συνδιακοσμεῖ, συνδιακοσμῇ συνδιακοσμεῖται
Dual συνδιακοσμεῖσθον συνδιακοσμεῖσθον
Plural συνδιακοσμούμεθα συνδιακοσμεῖσθε συνδιακοσμοῦνται
SubjunctiveSingular συνδιακοσμῶμαι συνδιακοσμῇ συνδιακοσμῆται
Dual συνδιακοσμῆσθον συνδιακοσμῆσθον
Plural συνδιακοσμώμεθα συνδιακοσμῆσθε συνδιακοσμῶνται
OptativeSingular συνδιακοσμοίμην συνδιακοσμοῖο συνδιακοσμοῖτο
Dual συνδιακοσμοῖσθον συνδιακοσμοίσθην
Plural συνδιακοσμοίμεθα συνδιακοσμοῖσθε συνδιακοσμοῖντο
ImperativeSingular συνδιακοσμοῦ συνδιακοσμείσθω
Dual συνδιακοσμεῖσθον συνδιακοσμείσθων
Plural συνδιακοσμεῖσθε συνδιακοσμείσθων, συνδιακοσμείσθωσαν
Infinitive συνδιακοσμεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιακοσμουμενος συνδιακοσμουμενου συνδιακοσμουμενη συνδιακοσμουμενης συνδιακοσμουμενον συνδιακοσμουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to set in order together

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION