Ancient Greek-English Dictionary Language

συνδιάγω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συνδιάγω συνδιάξω

Structure: συν (Prefix) + διάγ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to go through together, to live together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιάγω συνδιάγεις συνδιάγει
Dual συνδιάγετον συνδιάγετον
Plural συνδιάγομεν συνδιάγετε συνδιάγουσιν*
SubjunctiveSingular συνδιάγω συνδιάγῃς συνδιάγῃ
Dual συνδιάγητον συνδιάγητον
Plural συνδιάγωμεν συνδιάγητε συνδιάγωσιν*
OptativeSingular συνδιάγοιμι συνδιάγοις συνδιάγοι
Dual συνδιάγοιτον συνδιαγοίτην
Plural συνδιάγοιμεν συνδιάγοιτε συνδιάγοιεν
ImperativeSingular συνδίαγε συνδιαγέτω
Dual συνδιάγετον συνδιαγέτων
Plural συνδιάγετε συνδιαγόντων, συνδιαγέτωσαν
Infinitive συνδιάγειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιαγων συνδιαγοντος συνδιαγουσα συνδιαγουσης συνδιαγον συνδιαγοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιάγομαι συνδιάγει, συνδιάγῃ συνδιάγεται
Dual συνδιάγεσθον συνδιάγεσθον
Plural συνδιαγόμεθα συνδιάγεσθε συνδιάγονται
SubjunctiveSingular συνδιάγωμαι συνδιάγῃ συνδιάγηται
Dual συνδιάγησθον συνδιάγησθον
Plural συνδιαγώμεθα συνδιάγησθε συνδιάγωνται
OptativeSingular συνδιαγοίμην συνδιάγοιο συνδιάγοιτο
Dual συνδιάγοισθον συνδιαγοίσθην
Plural συνδιαγοίμεθα συνδιάγοισθε συνδιάγοιντο
ImperativeSingular συνδιάγου συνδιαγέσθω
Dual συνδιάγεσθον συνδιαγέσθων
Plural συνδιάγεσθε συνδιαγέσθων, συνδιαγέσθωσαν
Infinitive συνδιάγεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιαγομενος συνδιαγομενου συνδιαγομενη συνδιαγομενης συνδιαγομενον συνδιαγομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to go through together

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION