Ancient Greek-English Dictionary Language

συναπαρτίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συναπαρτίζω συναπαρτίσω

Structure: συν (Prefix) + ἀπ (Prefix) + ἀρτίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to correspond exactly with, lie over against

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συναπαρτίζω συναπαρτίζεις συναπαρτίζει
Dual συναπαρτίζετον συναπαρτίζετον
Plural συναπαρτίζομεν συναπαρτίζετε συναπαρτίζουσιν*
SubjunctiveSingular συναπαρτίζω συναπαρτίζῃς συναπαρτίζῃ
Dual συναπαρτίζητον συναπαρτίζητον
Plural συναπαρτίζωμεν συναπαρτίζητε συναπαρτίζωσιν*
OptativeSingular συναπαρτίζοιμι συναπαρτίζοις συναπαρτίζοι
Dual συναπαρτίζοιτον συναπαρτιζοίτην
Plural συναπαρτίζοιμεν συναπαρτίζοιτε συναπαρτίζοιεν
ImperativeSingular συναπάρτιζε συναπαρτιζέτω
Dual συναπαρτίζετον συναπαρτιζέτων
Plural συναπαρτίζετε συναπαρτιζόντων, συναπαρτιζέτωσαν
Infinitive συναπαρτίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συναπαρτιζων συναπαρτιζοντος συναπαρτιζουσα συναπαρτιζουσης συναπαρτιζον συναπαρτιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συναπαρτίζομαι συναπαρτίζει, συναπαρτίζῃ συναπαρτίζεται
Dual συναπαρτίζεσθον συναπαρτίζεσθον
Plural συναπαρτιζόμεθα συναπαρτίζεσθε συναπαρτίζονται
SubjunctiveSingular συναπαρτίζωμαι συναπαρτίζῃ συναπαρτίζηται
Dual συναπαρτίζησθον συναπαρτίζησθον
Plural συναπαρτιζώμεθα συναπαρτίζησθε συναπαρτίζωνται
OptativeSingular συναπαρτιζοίμην συναπαρτίζοιο συναπαρτίζοιτο
Dual συναπαρτίζοισθον συναπαρτιζοίσθην
Plural συναπαρτιζοίμεθα συναπαρτίζοισθε συναπαρτίζοιντο
ImperativeSingular συναπαρτίζου συναπαρτιζέσθω
Dual συναπαρτίζεσθον συναπαρτιζέσθων
Plural συναπαρτίζεσθε συναπαρτιζέσθων, συναπαρτιζέσθωσαν
Infinitive συναπαρτίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συναπαρτιζομενος συναπαρτιζομενου συναπαρτιζομενη συναπαρτιζομενης συναπαρτιζομενον συναπαρτιζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συναπαρτίσω συναπαρτίσεις συναπαρτίσει
Dual συναπαρτίσετον συναπαρτίσετον
Plural συναπαρτίσομεν συναπαρτίσετε συναπαρτίσουσιν*
OptativeSingular συναπαρτίσοιμι συναπαρτίσοις συναπαρτίσοι
Dual συναπαρτίσοιτον συναπαρτισοίτην
Plural συναπαρτίσοιμεν συναπαρτίσοιτε συναπαρτίσοιεν
Infinitive συναπαρτίσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συναπαρτισων συναπαρτισοντος συναπαρτισουσα συναπαρτισουσης συναπαρτισον συναπαρτισοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συναπαρτίσομαι συναπαρτίσει, συναπαρτίσῃ συναπαρτίσεται
Dual συναπαρτίσεσθον συναπαρτίσεσθον
Plural συναπαρτισόμεθα συναπαρτίσεσθε συναπαρτίσονται
OptativeSingular συναπαρτισοίμην συναπαρτίσοιο συναπαρτίσοιτο
Dual συναπαρτίσοισθον συναπαρτισοίσθην
Plural συναπαρτισοίμεθα συναπαρτίσοισθε συναπαρτίσοιντο
Infinitive συναπαρτίσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συναπαρτισομενος συναπαρτισομενου συναπαρτισομενη συναπαρτισομενης συναπαρτισομενον συναπαρτισομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to correspond exactly with

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION