Ancient Greek-English Dictionary Language

συναναφθέγγομαι

Non-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: συναναφθέγγομαι συναναφθέγξομαι

Structure: συν (Prefix) + ἀνα (Prefix) + φθέγγ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to cry out or speak together

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συναναφθέγγομαι συναναφθέγγει, συναναφθέγγῃ συναναφθέγγεται
Dual συναναφθέγγεσθον συναναφθέγγεσθον
Plural συναναφθεγγόμεθα συναναφθέγγεσθε συναναφθέγγονται
SubjunctiveSingular συναναφθέγγωμαι συναναφθέγγῃ συναναφθέγγηται
Dual συναναφθέγγησθον συναναφθέγγησθον
Plural συναναφθεγγώμεθα συναναφθέγγησθε συναναφθέγγωνται
OptativeSingular συναναφθεγγοίμην συναναφθέγγοιο συναναφθέγγοιτο
Dual συναναφθέγγοισθον συναναφθεγγοίσθην
Plural συναναφθεγγοίμεθα συναναφθέγγοισθε συναναφθέγγοιντο
ImperativeSingular συναναφθέγγου συναναφθεγγέσθω
Dual συναναφθέγγεσθον συναναφθεγγέσθων
Plural συναναφθέγγεσθε συναναφθεγγέσθων, συναναφθεγγέσθωσαν
Infinitive συναναφθέγγεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συναναφθεγγομενος συναναφθεγγομενου συναναφθεγγομενη συναναφθεγγομενης συναναφθεγγομενον συναναφθεγγομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to cry out or speak together

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION