Ancient Greek-English Dictionary Language

συμπορθέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συμπορθέω συμπορθήσω

Structure: συμ (Prefix) + πορθέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to help to destroy, involved in like ruin

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπόρθω συμπόρθεις συμπόρθει
Dual συμπόρθειτον συμπόρθειτον
Plural συμπόρθουμεν συμπόρθειτε συμπόρθουσιν*
SubjunctiveSingular συμπόρθω συμπόρθῃς συμπόρθῃ
Dual συμπόρθητον συμπόρθητον
Plural συμπόρθωμεν συμπόρθητε συμπόρθωσιν*
OptativeSingular συμπόρθοιμι συμπόρθοις συμπόρθοι
Dual συμπόρθοιτον συμπορθοίτην
Plural συμπόρθοιμεν συμπόρθοιτε συμπόρθοιεν
ImperativeSingular συμπο͂ρθει συμπορθεῖτω
Dual συμπόρθειτον συμπορθεῖτων
Plural συμπόρθειτε συμπορθοῦντων, συμπορθεῖτωσαν
Infinitive συμπόρθειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπορθων συμπορθουντος συμπορθουσα συμπορθουσης συμπορθουν συμπορθουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπόρθουμαι συμπόρθει, συμπόρθῃ συμπόρθειται
Dual συμπόρθεισθον συμπόρθεισθον
Plural συμπορθοῦμεθα συμπόρθεισθε συμπόρθουνται
SubjunctiveSingular συμπόρθωμαι συμπόρθῃ συμπόρθηται
Dual συμπόρθησθον συμπόρθησθον
Plural συμπορθώμεθα συμπόρθησθε συμπόρθωνται
OptativeSingular συμπορθοίμην συμπόρθοιο συμπόρθοιτο
Dual συμπόρθοισθον συμπορθοίσθην
Plural συμπορθοίμεθα συμπόρθοισθε συμπόρθοιντο
ImperativeSingular συμπόρθου συμπορθεῖσθω
Dual συμπόρθεισθον συμπορθεῖσθων
Plural συμπόρθεισθε συμπορθεῖσθων, συμπορθεῖσθωσαν
Infinitive συμπόρθεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπορθουμενος συμπορθουμενου συμπορθουμενη συμπορθουμενης συμπορθουμενον συμπορθουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τὸν μὲν Ἠλιακόν, ὅτι τούτου πορθουμένου συνεπορθεῖτο καὶ ἡ τῶν Ἐπειῶν ὑπὸ τοῦ Ἡρακλέουσ· (Strabo, Geography, Book 8, chapter 3 58:2)

Synonyms

  1. to help to destroy

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION