Ancient Greek-English Dictionary Language

διαπορθέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διαπορθέω ήσω, διαπέρθω

Structure: δια (Prefix) + πορθέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to be utterly ruined

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπόρθω διαπόρθεις διαπόρθει
Dual διαπόρθειτον διαπόρθειτον
Plural διαπόρθουμεν διαπόρθειτε διαπόρθουσιν*
SubjunctiveSingular διαπόρθω διαπόρθῃς διαπόρθῃ
Dual διαπόρθητον διαπόρθητον
Plural διαπόρθωμεν διαπόρθητε διαπόρθωσιν*
OptativeSingular διαπόρθοιμι διαπόρθοις διαπόρθοι
Dual διαπόρθοιτον διαπορθοίτην
Plural διαπόρθοιμεν διαπόρθοιτε διαπόρθοιεν
ImperativeSingular διαπο͂ρθει διαπορθεῖτω
Dual διαπόρθειτον διαπορθεῖτων
Plural διαπόρθειτε διαπορθοῦντων, διαπορθεῖτωσαν
Infinitive διαπόρθειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπορθων διαπορθουντος διαπορθουσα διαπορθουσης διαπορθουν διαπορθουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπόρθουμαι διαπόρθει, διαπόρθῃ διαπόρθειται
Dual διαπόρθεισθον διαπόρθεισθον
Plural διαπορθοῦμεθα διαπόρθεισθε διαπόρθουνται
SubjunctiveSingular διαπόρθωμαι διαπόρθῃ διαπόρθηται
Dual διαπόρθησθον διαπόρθησθον
Plural διαπορθώμεθα διαπόρθησθε διαπόρθωνται
OptativeSingular διαπορθοίμην διαπόρθοιο διαπόρθοιτο
Dual διαπόρθοισθον διαπορθοίσθην
Plural διαπορθοίμεθα διαπόρθοισθε διαπόρθοιντο
ImperativeSingular διαπόρθου διαπορθεῖσθω
Dual διαπόρθεισθον διαπορθεῖσθων
Plural διαπόρθεισθε διαπορθεῖσθων, διαπορθεῖσθωσαν
Infinitive διαπόρθεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπορθουμενος διαπορθουμενου διαπορθουμενη διαπορθουμενης διαπορθουμενον διαπορθουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • εἰσ γὰρ τὰ γυμνὰ καὶ παραρρηγνύμενα τῆσ ἐναντίασ φάλαγγοσ, ᾗ τὸ δεξιὸν ἀπεσπάσθη πρὸσ τὴν δίωξιν, ὠσάμενοι τὸ μὲν μέσον οὐκ ἐξέωσαν, ἀλλ’ ἀγῶνι μεγάλῳ συνείχοντο, τὸ δ’ εὐώνυμον ἀταξίᾳ καὶ ἀγνοίᾳ τῶν γενομένων ἐτρέψαντο καὶ καταδιώξαντεσ εἰσ τὸν χάρακα διεπόρθουν οὐδετέρου τῶν αὐτοκρατόρων παρόντοσ. (Plutarch, Brutus, chapter 42 2:1)
  • πονουμένῳ δὲ αὐτῷ περὶ ταῦτα Καῖσαρ ὑλώδεισ τόπουσ καὶ προσβολὰσ ἀφράστουσ ἔχοντασ ἀμηχάνῳ τάχει διελθὼν τοὺσ μὲν ἐκυκλοῦτο, τοῖσ δὲ προσέβαλλε κατὰ στόμα, τρεψάμενοσ δὲ τούτουσ ἐχρῆτο τῷ καιρῷ καὶ τῇ ῥύμῃ τῆσ τύχησ, ὑφ’ ἧσ αὐτοβοεὶ μὲν ᾕρει τὸ Ἀφρανίου στρατόπεδον, αὐτοβοεὶ δὲ φεύγοντοσ Ιὄβα διεπόρθει τὸ τῶν Νομάδων ἡμέρασ δὲ μιᾶσ μέρει μικρῷ τριῶν στρατοπέδων ἐγκρατὴσ γεγονὼσ καὶ πεντακισμυρίουσ τῶν πολεμίων ἀνῃρηκώσ οὐδὲ πεντήκοντα τῶν ἰδίων ἀπέβαλεν. (Plutarch, Caesar, chapter 53 2:1)

Synonyms

  1. to be utterly ruined

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION