헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαπορθέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαπορθέω ήσω, διαπέρθω

형태분석: δια (접두사) + πορθέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be utterly ruined

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπόρθω

διαπόρθεις

διαπόρθει

쌍수 διαπόρθειτον

διαπόρθειτον

복수 διαπόρθουμεν

διαπόρθειτε

διαπόρθουσιν*

접속법단수 διαπόρθω

διαπόρθῃς

διαπόρθῃ

쌍수 διαπόρθητον

διαπόρθητον

복수 διαπόρθωμεν

διαπόρθητε

διαπόρθωσιν*

기원법단수 διαπόρθοιμι

διαπόρθοις

διαπόρθοι

쌍수 διαπόρθοιτον

διαπορθοίτην

복수 διαπόρθοιμεν

διαπόρθοιτε

διαπόρθοιεν

명령법단수 διαπο͂ρθει

διαπορθεῖτω

쌍수 διαπόρθειτον

διαπορθεῖτων

복수 διαπόρθειτε

διαπορθοῦντων, διαπορθεῖτωσαν

부정사 διαπόρθειν

분사 남성여성중성
διαπορθων

διαπορθουντος

διαπορθουσα

διαπορθουσης

διαπορθουν

διαπορθουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπόρθουμαι

διαπόρθει, διαπόρθῃ

διαπόρθειται

쌍수 διαπόρθεισθον

διαπόρθεισθον

복수 διαπορθοῦμεθα

διαπόρθεισθε

διαπόρθουνται

접속법단수 διαπόρθωμαι

διαπόρθῃ

διαπόρθηται

쌍수 διαπόρθησθον

διαπόρθησθον

복수 διαπορθώμεθα

διαπόρθησθε

διαπόρθωνται

기원법단수 διαπορθοίμην

διαπόρθοιο

διαπόρθοιτο

쌍수 διαπόρθοισθον

διαπορθοίσθην

복수 διαπορθοίμεθα

διαπόρθοισθε

διαπόρθοιντο

명령법단수 διαπόρθου

διαπορθεῖσθω

쌍수 διαπόρθεισθον

διαπορθεῖσθων

복수 διαπόρθεισθε

διαπορθεῖσθων, διαπορθεῖσθωσαν

부정사 διαπόρθεισθαι

분사 남성여성중성
διαπορθουμενος

διαπορθουμενου

διαπορθουμενη

διαπορθουμενης

διαπορθουμενον

διαπορθουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεὶ δὲ Λαιβῖνοσ ὁ τῶν Ῥωμαίων ὕπατοσ ἠγγέλλετο πολλῇ στρατιᾷ χωρεῖν ἐπ’ αὑτὸν ἅμα τὴν Λευκανίαν διαπορθῶν, οὐδέπω μὲν οἱ σύμμαχοι παρῆσαν αὐτῷ, δεινὸν δὲ ποιούμενοσ κήρυκα πρὸσ τοὺσ Ῥωμαίουσ, εἰ φίλον ἀνασχέσθαι καὶ περιιδεῖν τοὺσ πολεμίουσ ἐγγυτέρω προϊόντασ ἐξῆλθε μετὰ τῆσ δυνάμεωσ, προπέμψασ ἐστὶν αὐτοῖσ πρὸ πολέμου δίκασ λαβεῖν παρὰ τῶν Ἰταλιωτῶν, αὐτῷ δικαστῇ καὶ διαλλακτῇ χρησαμένουσ, ἀποκριναμένου δὲ τοῦ Λαιβίνου μήτε διαλλακτὴν Πύρρον αἱρεῖσθαι Ῥωμαίουσ μήτε δεδοικέναι πολέμιον, προελθὼν κατεστρατοπέδευσεν ἐν τῷ μεταξὺ πεδίῳ Πανδοσίασ πόλεωσ καὶ Ἡρακλείασ. (Plutarch, chapter 16 3:1)

    (플루타르코스, chapter 16 3:1)

유의어

  1. to be utterly ruined

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION