헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμφύρω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμφύρω συμπέφυρμαι

형태분석: συμ (접두사) + φύρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to knead together: beat black and blue

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμφύρω

συμφύρεις

συμφύρει

쌍수 συμφύρετον

συμφύρετον

복수 συμφύρομεν

συμφύρετε

συμφύρουσιν*

접속법단수 συμφύρω

συμφύρῃς

συμφύρῃ

쌍수 συμφύρητον

συμφύρητον

복수 συμφύρωμεν

συμφύρητε

συμφύρωσιν*

기원법단수 συμφύροιμι

συμφύροις

συμφύροι

쌍수 συμφύροιτον

συμφυροίτην

복수 συμφύροιμεν

συμφύροιτε

συμφύροιεν

명령법단수 συμφύρε

συμφυρέτω

쌍수 συμφύρετον

συμφυρέτων

복수 συμφύρετε

συμφυρόντων, συμφυρέτωσαν

부정사 συμφύρειν

분사 남성여성중성
συμφυρων

συμφυροντος

συμφυρουσα

συμφυρουσης

συμφυρον

συμφυροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμφύρομαι

συμφύρει, συμφύρῃ

συμφύρεται

쌍수 συμφύρεσθον

συμφύρεσθον

복수 συμφυρόμεθα

συμφύρεσθε

συμφύρονται

접속법단수 συμφύρωμαι

συμφύρῃ

συμφύρηται

쌍수 συμφύρησθον

συμφύρησθον

복수 συμφυρώμεθα

συμφύρησθε

συμφύρωνται

기원법단수 συμφυροίμην

συμφύροιο

συμφύροιτο

쌍수 συμφύροισθον

συμφυροίσθην

복수 συμφυροίμεθα

συμφύροισθε

συμφύροιντο

명령법단수 συμφύρου

συμφυρέσθω

쌍수 συμφύρεσθον

συμφυρέσθων

복수 συμφύρεσθε

συμφυρέσθων, συμφυρέσθωσαν

부정사 συμφύρεσθαι

분사 남성여성중성
συμφυρομενος

συμφυρομενου

συμφυρομενη

συμφυρομενης

συμφυρομενον

συμφυρομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION