Ancient Greek-English Dictionary Language

συμφερτός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συμφερτός συμφερτή συμφερτόν

Structure: συμφερτ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. united, banded together

Examples

  • συμφερτὴ δ’ ἀρετὴ πέλει ἀνδρῶν καὶ μάλα λυγρῶν, νῶϊ δὲ καί κ’ ἀγαθοῖσιν ἐπισταίμεσθα μάχεσθαι. (Homer, Iliad, Book 13 23:5)
  • ἀλλ’ οὐχὶ λόγουσ γ’ ἂν ἀμείνουσ σύμπαντεσ παράσχοιντο ἑνὸσ τοῦ καθ’ ἕκαστον ὑπερφέροντοσ, οὐδὲ συμφερτῇ ἀρετῇ τοῦτο κρίνεται, ἀλλ’ εἷσ καὶ πολλοὶ τὸ ἴσον δύνανται, τὸ ἐπιβάλλον τῆσ ἥττησ σώζων ἕκαστοσ ὥσπερ ἐν κάλλει. (Aristides, Aelius, Orationes, 101:15)

Synonyms

  1. united

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION