Ancient Greek-English Dictionary Language

συγχειρουργέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συγχειρουργέω συγχειρουργήσω

Structure: συγ (Prefix) + χειρουργέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to put hand to, together, to accomplish

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγχειρούργω συγχειρούργεις συγχειρούργει
Dual συγχειρούργειτον συγχειρούργειτον
Plural συγχειρούργουμεν συγχειρούργειτε συγχειρούργουσιν*
SubjunctiveSingular συγχειρούργω συγχειρούργῃς συγχειρούργῃ
Dual συγχειρούργητον συγχειρούργητον
Plural συγχειρούργωμεν συγχειρούργητε συγχειρούργωσιν*
OptativeSingular συγχειρούργοιμι συγχειρούργοις συγχειρούργοι
Dual συγχειρούργοιτον συγχειρουργοίτην
Plural συγχειρούργοιμεν συγχειρούργοιτε συγχειρούργοιεν
ImperativeSingular συγχειροῦργει συγχειρουργεῖτω
Dual συγχειρούργειτον συγχειρουργεῖτων
Plural συγχειρούργειτε συγχειρουργοῦντων, συγχειρουργεῖτωσαν
Infinitive συγχειρούργειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγχειρουργων συγχειρουργουντος συγχειρουργουσα συγχειρουργουσης συγχειρουργουν συγχειρουργουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγχειρούργουμαι συγχειρούργει, συγχειρούργῃ συγχειρούργειται
Dual συγχειρούργεισθον συγχειρούργεισθον
Plural συγχειρουργοῦμεθα συγχειρούργεισθε συγχειρούργουνται
SubjunctiveSingular συγχειρούργωμαι συγχειρούργῃ συγχειρούργηται
Dual συγχειρούργησθον συγχειρούργησθον
Plural συγχειρουργώμεθα συγχειρούργησθε συγχειρούργωνται
OptativeSingular συγχειρουργοίμην συγχειρούργοιο συγχειρούργοιτο
Dual συγχειρούργοισθον συγχειρουργοίσθην
Plural συγχειρουργοίμεθα συγχειρούργοισθε συγχειρούργοιντο
ImperativeSingular συγχειρούργου συγχειρουργεῖσθω
Dual συγχειρούργεισθον συγχειρουργεῖσθων
Plural συγχειρούργεισθε συγχειρουργεῖσθων, συγχειρουργεῖσθωσαν
Infinitive συγχειρούργεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγχειρουργουμενος συγχειρουργουμενου συγχειρουργουμενη συγχειρουργουμενης συγχειρουργουμενον συγχειρουργουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to put hand to

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION