헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκουφίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκουφίζω συγκουφιῶ

형태분석: συγ (접두사) + κουφίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to help to lighten, help to keep above water

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκουφίζω

συγκουφίζεις

συγκουφίζει

쌍수 συγκουφίζετον

συγκουφίζετον

복수 συγκουφίζομεν

συγκουφίζετε

συγκουφίζουσιν*

접속법단수 συγκουφίζω

συγκουφίζῃς

συγκουφίζῃ

쌍수 συγκουφίζητον

συγκουφίζητον

복수 συγκουφίζωμεν

συγκουφίζητε

συγκουφίζωσιν*

기원법단수 συγκουφίζοιμι

συγκουφίζοις

συγκουφίζοι

쌍수 συγκουφίζοιτον

συγκουφιζοίτην

복수 συγκουφίζοιμεν

συγκουφίζοιτε

συγκουφίζοιεν

명령법단수 συγκούφιζε

συγκουφιζέτω

쌍수 συγκουφίζετον

συγκουφιζέτων

복수 συγκουφίζετε

συγκουφιζόντων, συγκουφιζέτωσαν

부정사 συγκουφίζειν

분사 남성여성중성
συγκουφιζων

συγκουφιζοντος

συγκουφιζουσα

συγκουφιζουσης

συγκουφιζον

συγκουφιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκουφίζομαι

συγκουφίζει, συγκουφίζῃ

συγκουφίζεται

쌍수 συγκουφίζεσθον

συγκουφίζεσθον

복수 συγκουφιζόμεθα

συγκουφίζεσθε

συγκουφίζονται

접속법단수 συγκουφίζωμαι

συγκουφίζῃ

συγκουφίζηται

쌍수 συγκουφίζησθον

συγκουφίζησθον

복수 συγκουφιζώμεθα

συγκουφίζησθε

συγκουφίζωνται

기원법단수 συγκουφιζοίμην

συγκουφίζοιο

συγκουφίζοιτο

쌍수 συγκουφίζοισθον

συγκουφιζοίσθην

복수 συγκουφιζοίμεθα

συγκουφίζοισθε

συγκουφίζοιντο

명령법단수 συγκουφίζου

συγκουφιζέσθω

쌍수 συγκουφίζεσθον

συγκουφιζέσθων

복수 συγκουφίζεσθε

συγκουφιζέσθων, συγκουφιζέσθωσαν

부정사 συγκουφίζεσθαι

분사 남성여성중성
συγκουφιζομενος

συγκουφιζομενου

συγκουφιζομενη

συγκουφιζομενης

συγκουφιζομενον

συγκουφιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκουφίω

συγκουφίεις

συγκουφίει

쌍수 συγκουφίειτον

συγκουφίειτον

복수 συγκουφίουμεν

συγκουφίειτε

συγκουφίουσιν*

기원법단수 συγκουφίοιμι

συγκουφίοις

συγκουφίοι

쌍수 συγκουφίοιτον

συγκουφιοίτην

복수 συγκουφίοιμεν

συγκουφίοιτε

συγκουφίοιεν

부정사 συγκουφίειν

분사 남성여성중성
συγκουφιων

συγκουφιουντος

συγκουφιουσα

συγκουφιουσης

συγκουφιουν

συγκουφιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκουφίουμαι

συγκουφίει, συγκουφίῃ

συγκουφίειται

쌍수 συγκουφίεισθον

συγκουφίεισθον

복수 συγκουφιοῦμεθα

συγκουφίεισθε

συγκουφίουνται

기원법단수 συγκουφιοίμην

συγκουφίοιο

συγκουφίοιτο

쌍수 συγκουφίοισθον

συγκουφιοίσθην

복수 συγκουφιοίμεθα

συγκουφίοισθε

συγκουφίοιντο

부정사 συγκουφίεισθαι

분사 남성여성중성
συγκουφιουμενος

συγκουφιουμενου

συγκουφιουμενη

συγκουφιουμενης

συγκουφιουμενον

συγκουφιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ὁπότε γε ἤδη ἐν τῷ ἀετῷ ἦν, συμπαριπτάμην αὐτῷ καὶ συνεκούφιζον τὸν καλόν, καὶ εἴ γε μέμνημαι, ἀπὸ ταυτησὶ τῆσ πέτρασ αὐτὸν ἀνήρπασεν. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 6:3)

    (루키아노스, Dearum judicium, (no name) 6:3)

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION