헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκοσμέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκοσμέω συγκοσμήσω

형태분석: συγ (접두사) + κοσμέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to confer honour on, to be an ornament to

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκοσμῶ

συγκοσμεῖς

συγκοσμεῖ

쌍수 συγκοσμεῖτον

συγκοσμεῖτον

복수 συγκοσμοῦμεν

συγκοσμεῖτε

συγκοσμοῦσιν*

접속법단수 συγκοσμῶ

συγκοσμῇς

συγκοσμῇ

쌍수 συγκοσμῆτον

συγκοσμῆτον

복수 συγκοσμῶμεν

συγκοσμῆτε

συγκοσμῶσιν*

기원법단수 συγκοσμοῖμι

συγκοσμοῖς

συγκοσμοῖ

쌍수 συγκοσμοῖτον

συγκοσμοίτην

복수 συγκοσμοῖμεν

συγκοσμοῖτε

συγκοσμοῖεν

명령법단수 συγκόσμει

συγκοσμείτω

쌍수 συγκοσμεῖτον

συγκοσμείτων

복수 συγκοσμεῖτε

συγκοσμούντων, συγκοσμείτωσαν

부정사 συγκοσμεῖν

분사 남성여성중성
συγκοσμων

συγκοσμουντος

συγκοσμουσα

συγκοσμουσης

συγκοσμουν

συγκοσμουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκοσμοῦμαι

συγκοσμεῖ, συγκοσμῇ

συγκοσμεῖται

쌍수 συγκοσμεῖσθον

συγκοσμεῖσθον

복수 συγκοσμούμεθα

συγκοσμεῖσθε

συγκοσμοῦνται

접속법단수 συγκοσμῶμαι

συγκοσμῇ

συγκοσμῆται

쌍수 συγκοσμῆσθον

συγκοσμῆσθον

복수 συγκοσμώμεθα

συγκοσμῆσθε

συγκοσμῶνται

기원법단수 συγκοσμοίμην

συγκοσμοῖο

συγκοσμοῖτο

쌍수 συγκοσμοῖσθον

συγκοσμοίσθην

복수 συγκοσμοίμεθα

συγκοσμοῖσθε

συγκοσμοῖντο

명령법단수 συγκοσμοῦ

συγκοσμείσθω

쌍수 συγκοσμεῖσθον

συγκοσμείσθων

복수 συγκοσμεῖσθε

συγκοσμείσθων, συγκοσμείσθωσαν

부정사 συγκοσμεῖσθαι

분사 남성여성중성
συγκοσμουμενος

συγκοσμουμενου

συγκοσμουμενη

συγκοσμουμενης

συγκοσμουμενον

συγκοσμουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION