헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκινέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκινέω συγκινήσω

형태분석: συγκινέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to stir up together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκινῶ

συγκινεῖς

συγκινεῖ

쌍수 συγκινεῖτον

συγκινεῖτον

복수 συγκινοῦμεν

συγκινεῖτε

συγκινοῦσιν*

접속법단수 συγκινῶ

συγκινῇς

συγκινῇ

쌍수 συγκινῆτον

συγκινῆτον

복수 συγκινῶμεν

συγκινῆτε

συγκινῶσιν*

기원법단수 συγκινοῖμι

συγκινοῖς

συγκινοῖ

쌍수 συγκινοῖτον

συγκινοίτην

복수 συγκινοῖμεν

συγκινοῖτε

συγκινοῖεν

명령법단수 συγκίνει

συγκινείτω

쌍수 συγκινεῖτον

συγκινείτων

복수 συγκινεῖτε

συγκινούντων, συγκινείτωσαν

부정사 συγκινεῖν

분사 남성여성중성
συγκινων

συγκινουντος

συγκινουσα

συγκινουσης

συγκινουν

συγκινουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκινοῦμαι

συγκινεῖ, συγκινῇ

συγκινεῖται

쌍수 συγκινεῖσθον

συγκινεῖσθον

복수 συγκινούμεθα

συγκινεῖσθε

συγκινοῦνται

접속법단수 συγκινῶμαι

συγκινῇ

συγκινῆται

쌍수 συγκινῆσθον

συγκινῆσθον

복수 συγκινώμεθα

συγκινῆσθε

συγκινῶνται

기원법단수 συγκινοίμην

συγκινοῖο

συγκινοῖτο

쌍수 συγκινοῖσθον

συγκινοίσθην

복수 συγκινοίμεθα

συγκινοῖσθε

συγκινοῖντο

명령법단수 συγκινοῦ

συγκινείσθω

쌍수 συγκινεῖσθον

συγκινείσθων

복수 συγκινεῖσθε

συγκινείσθων, συγκινείσθωσαν

부정사 συγκινεῖσθαι

분사 남성여성중성
συγκινουμενος

συγκινουμενου

συγκινουμενη

συγκινουμενης

συγκινουμενον

συγκινουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκινήσω

συγκινήσεις

συγκινήσει

쌍수 συγκινήσετον

συγκινήσετον

복수 συγκινήσομεν

συγκινήσετε

συγκινήσουσιν*

기원법단수 συγκινήσοιμι

συγκινήσοις

συγκινήσοι

쌍수 συγκινήσοιτον

συγκινησοίτην

복수 συγκινήσοιμεν

συγκινήσοιτε

συγκινήσοιεν

부정사 συγκινήσειν

분사 남성여성중성
συγκινησων

συγκινησοντος

συγκινησουσα

συγκινησουσης

συγκινησον

συγκινησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκινήσομαι

συγκινήσει, συγκινήσῃ

συγκινήσεται

쌍수 συγκινήσεσθον

συγκινήσεσθον

복수 συγκινησόμεθα

συγκινήσεσθε

συγκινήσονται

기원법단수 συγκινησοίμην

συγκινήσοιο

συγκινήσοιτο

쌍수 συγκινήσοισθον

συγκινησοίσθην

복수 συγκινησοίμεθα

συγκινήσοισθε

συγκινήσοιντο

부정사 συγκινήσεσθαι

분사 남성여성중성
συγκινησομενος

συγκινησομενου

συγκινησομενη

συγκινησομενης

συγκινησομενον

συγκινησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to stir up together

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION