Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκινδυνεύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκινδυνεύω συγκινδυνεύσω

Structure: συγ (Prefix) + κινδυνεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to incur danger along with, to be partners in danger

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκινδυνεύω συγκινδυνεύεις συγκινδυνεύει
Dual συγκινδυνεύετον συγκινδυνεύετον
Plural συγκινδυνεύομεν συγκινδυνεύετε συγκινδυνεύουσιν*
SubjunctiveSingular συγκινδυνεύω συγκινδυνεύῃς συγκινδυνεύῃ
Dual συγκινδυνεύητον συγκινδυνεύητον
Plural συγκινδυνεύωμεν συγκινδυνεύητε συγκινδυνεύωσιν*
OptativeSingular συγκινδυνεύοιμι συγκινδυνεύοις συγκινδυνεύοι
Dual συγκινδυνεύοιτον συγκινδυνευοίτην
Plural συγκινδυνεύοιμεν συγκινδυνεύοιτε συγκινδυνεύοιεν
ImperativeSingular συγκινδύνευε συγκινδυνευέτω
Dual συγκινδυνεύετον συγκινδυνευέτων
Plural συγκινδυνεύετε συγκινδυνευόντων, συγκινδυνευέτωσαν
Infinitive συγκινδυνεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκινδυνευων συγκινδυνευοντος συγκινδυνευουσα συγκινδυνευουσης συγκινδυνευον συγκινδυνευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκινδυνεύομαι συγκινδυνεύει, συγκινδυνεύῃ συγκινδυνεύεται
Dual συγκινδυνεύεσθον συγκινδυνεύεσθον
Plural συγκινδυνευόμεθα συγκινδυνεύεσθε συγκινδυνεύονται
SubjunctiveSingular συγκινδυνεύωμαι συγκινδυνεύῃ συγκινδυνεύηται
Dual συγκινδυνεύησθον συγκινδυνεύησθον
Plural συγκινδυνευώμεθα συγκινδυνεύησθε συγκινδυνεύωνται
OptativeSingular συγκινδυνευοίμην συγκινδυνεύοιο συγκινδυνεύοιτο
Dual συγκινδυνεύοισθον συγκινδυνευοίσθην
Plural συγκινδυνευοίμεθα συγκινδυνεύοισθε συγκινδυνεύοιντο
ImperativeSingular συγκινδυνεύου συγκινδυνευέσθω
Dual συγκινδυνεύεσθον συγκινδυνευέσθων
Plural συγκινδυνεύεσθε συγκινδυνευέσθων, συγκινδυνευέσθωσαν
Infinitive συγκινδυνεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκινδυνευομενος συγκινδυνευομενου συγκινδυνευομενη συγκινδυνευομενης συγκινδυνευομενον συγκινδυνευομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION