Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκελεύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκελεύω συγκελεύσω

Structure: συγ (Prefix) + κελεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to join in ordering

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκελεύω συγκελεύεις συγκελεύει
Dual συγκελεύετον συγκελεύετον
Plural συγκελεύομεν συγκελεύετε συγκελεύουσιν*
SubjunctiveSingular συγκελεύω συγκελεύῃς συγκελεύῃ
Dual συγκελεύητον συγκελεύητον
Plural συγκελεύωμεν συγκελεύητε συγκελεύωσιν*
OptativeSingular συγκελεύοιμι συγκελεύοις συγκελεύοι
Dual συγκελεύοιτον συγκελευοίτην
Plural συγκελεύοιμεν συγκελεύοιτε συγκελεύοιεν
ImperativeSingular συγκέλευε συγκελευέτω
Dual συγκελεύετον συγκελευέτων
Plural συγκελεύετε συγκελευόντων, συγκελευέτωσαν
Infinitive συγκελεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκελευων συγκελευοντος συγκελευουσα συγκελευουσης συγκελευον συγκελευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκελεύομαι συγκελεύει, συγκελεύῃ συγκελεύεται
Dual συγκελεύεσθον συγκελεύεσθον
Plural συγκελευόμεθα συγκελεύεσθε συγκελεύονται
SubjunctiveSingular συγκελεύωμαι συγκελεύῃ συγκελεύηται
Dual συγκελεύησθον συγκελεύησθον
Plural συγκελευώμεθα συγκελεύησθε συγκελεύωνται
OptativeSingular συγκελευοίμην συγκελεύοιο συγκελεύοιτο
Dual συγκελεύοισθον συγκελευοίσθην
Plural συγκελευοίμεθα συγκελεύοισθε συγκελεύοιντο
ImperativeSingular συγκελεύου συγκελευέσθω
Dual συγκελεύεσθον συγκελευέσθων
Plural συγκελεύεσθε συγκελευέσθων, συγκελευέσθωσαν
Infinitive συγκελεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκελευομενος συγκελευομενου συγκελευομενη συγκελευομενης συγκελευομενον συγκελευομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to join in ordering

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION