헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκαταγηράσκω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκαταγηράσκω συγκαταγηράσομαι συγκατεγήρασα

형태분석: συγ (접두사) + κατα (접두사) + γηράσκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to grow old together with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαταγηράσκω

συγκαταγηράσκεις

συγκαταγηράσκει

쌍수 συγκαταγηράσκετον

συγκαταγηράσκετον

복수 συγκαταγηράσκομεν

συγκαταγηράσκετε

συγκαταγηράσκουσιν*

접속법단수 συγκαταγηράσκω

συγκαταγηράσκῃς

συγκαταγηράσκῃ

쌍수 συγκαταγηράσκητον

συγκαταγηράσκητον

복수 συγκαταγηράσκωμεν

συγκαταγηράσκητε

συγκαταγηράσκωσιν*

기원법단수 συγκαταγηράσκοιμι

συγκαταγηράσκοις

συγκαταγηράσκοι

쌍수 συγκαταγηράσκοιτον

συγκαταγηρασκοίτην

복수 συγκαταγηράσκοιμεν

συγκαταγηράσκοιτε

συγκαταγηράσκοιεν

명령법단수 συγκαταγήρασκε

συγκαταγηρασκέτω

쌍수 συγκαταγηράσκετον

συγκαταγηρασκέτων

복수 συγκαταγηράσκετε

συγκαταγηρασκόντων, συγκαταγηρασκέτωσαν

부정사 συγκαταγηράσκειν

분사 남성여성중성
συγκαταγηρασκων

συγκαταγηρασκοντος

συγκαταγηρασκουσα

συγκαταγηρασκουσης

συγκαταγηρασκον

συγκαταγηρασκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαταγηράσκομαι

συγκαταγηράσκει, συγκαταγηράσκῃ

συγκαταγηράσκεται

쌍수 συγκαταγηράσκεσθον

συγκαταγηράσκεσθον

복수 συγκαταγηρασκόμεθα

συγκαταγηράσκεσθε

συγκαταγηράσκονται

접속법단수 συγκαταγηράσκωμαι

συγκαταγηράσκῃ

συγκαταγηράσκηται

쌍수 συγκαταγηράσκησθον

συγκαταγηράσκησθον

복수 συγκαταγηρασκώμεθα

συγκαταγηράσκησθε

συγκαταγηράσκωνται

기원법단수 συγκαταγηρασκοίμην

συγκαταγηράσκοιο

συγκαταγηράσκοιτο

쌍수 συγκαταγηράσκοισθον

συγκαταγηρασκοίσθην

복수 συγκαταγηρασκοίμεθα

συγκαταγηράσκοισθε

συγκαταγηράσκοιντο

명령법단수 συγκαταγηράσκου

συγκαταγηρασκέσθω

쌍수 συγκαταγηράσκεσθον

συγκαταγηρασκέσθων

복수 συγκαταγηράσκεσθε

συγκαταγηρασκέσθων, συγκαταγηρασκέσθωσαν

부정사 συγκαταγηράσκεσθαι

분사 남성여성중성
συγκαταγηρασκομενος

συγκαταγηρασκομενου

συγκαταγηρασκομενη

συγκαταγηρασκομενης

συγκαταγηρασκομενον

συγκαταγηρασκομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκατεγήρασα

συγκατεγήρασας

συγκατεγήρασεν*

쌍수 συγκατεγηράσατον

συγκατεγηρασάτην

복수 συγκατεγηράσαμεν

συγκατεγηράσατε

συγκατεγήρασαν

접속법단수 συγκαταγηράσω

συγκαταγηράσῃς

συγκαταγηράσῃ

쌍수 συγκαταγηράσητον

συγκαταγηράσητον

복수 συγκαταγηράσωμεν

συγκαταγηράσητε

συγκαταγηράσωσιν*

기원법단수 συγκαταγηράσαιμι

συγκαταγηράσαις

συγκαταγηράσαι

쌍수 συγκαταγηράσαιτον

συγκαταγηρασαίτην

복수 συγκαταγηράσαιμεν

συγκαταγηράσαιτε

συγκαταγηράσαιεν

명령법단수 συγκαταγήρασον

συγκαταγηρασάτω

쌍수 συγκαταγηράσατον

συγκαταγηρασάτων

복수 συγκαταγηράσατε

συγκαταγηρασάντων

부정사 συγκαταγηράσαι

분사 남성여성중성
συγκαταγηρασᾱς

συγκαταγηρασαντος

συγκαταγηρασᾱσα

συγκαταγηρασᾱσης

συγκαταγηρασαν

συγκαταγηρασαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκατεγηρασάμην

συγκατεγηράσω

συγκατεγηράσατο

쌍수 συγκατεγηράσασθον

συγκατεγηρασάσθην

복수 συγκατεγηρασάμεθα

συγκατεγηράσασθε

συγκατεγηράσαντο

접속법단수 συγκαταγηράσωμαι

συγκαταγηράσῃ

συγκαταγηράσηται

쌍수 συγκαταγηράσησθον

συγκαταγηράσησθον

복수 συγκαταγηρασώμεθα

συγκαταγηράσησθε

συγκαταγηράσωνται

기원법단수 συγκαταγηρασαίμην

συγκαταγηράσαιο

συγκαταγηράσαιτο

쌍수 συγκαταγηράσαισθον

συγκαταγηρασαίσθην

복수 συγκαταγηρασαίμεθα

συγκαταγηράσαισθε

συγκαταγηράσαιντο

명령법단수 συγκαταγήρασαι

συγκαταγηρασάσθω

쌍수 συγκαταγηράσασθον

συγκαταγηρασάσθων

복수 συγκαταγηράσασθε

συγκαταγηρασάσθων

부정사 συγκαταγηράσεσθαι

분사 남성여성중성
συγκαταγηρασαμενος

συγκαταγηρασαμενου

συγκαταγηρασαμενη

συγκαταγηρασαμενης

συγκαταγηρασαμενον

συγκαταγηρασαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to grow old together with

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION