헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγγνώμη

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγγνώμη συγγνώμης

형태분석: συγγνωμ (어간) + η (어미)

  1. 고백, 승인, 시인
  2. 관대, 양보, 관용
  1. acknowledgement, confession
  2. lenient judgement, allowance; fellow feeling with another
  3. pardon, forgiveness

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 συγγνώμη

고백이

συγγνώμᾱ

고백들이

συγγνῶμαι

고백들이

속격 συγγνώμης

고백의

συγγνώμαιν

고백들의

συγγνωμῶν

고백들의

여격 συγγνώμῃ

고백에게

συγγνώμαιν

고백들에게

συγγνώμαις

고백들에게

대격 συγγνώμην

고백을

συγγνώμᾱ

고백들을

συγγνώμᾱς

고백들을

호격 συγγνώμη

고백아

συγγνώμᾱ

고백들아

συγγνῶμαι

고백들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • συγγνώμη γάρ, εἴ τι ἀνθρώπινον πεπόνθατε, ἄλλωσ τε καὶ πρὸσ οὕτω καλὰσ καὶ ποικίλασ τὰσ ὑποθέσεισ. (Lucian, De Domo, (no name) 21:5)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 21:5)

  • ὅτι δὲ ἀνεξίκακόν εἰμι γράμμα, μαρτυρεῖτέ μοι καὶ αὐτοὶ μηδέποτε ἐγκαλέσαντι τῷ Ζῆτα σμάραγδον ἀποσπάσαντι καὶ πᾶσαν ἀφελομένῳ Σμύρναν, μηδὲ τῷ Ξῖ πᾶσαν παραβάντι συνθήκην καὶ τὸν συγγραφέα τῶν τοιούτων ἔχοντι Θουκυδίδην σύμμαχον τῷ μὲν γὰρ γείτονί μου Ῥῶ νοσήσαντι συγγνώμη, καὶ παρ’ αὐτῷ φυτεύσαντί μου τὰσ μυρρίνασ καὶ παίσαντί μέ ποτε ὑπὸ μελαγχολίασ ἐπὶ κόρρησ. (Lucian, Judicium vocalium, (no name) 9:3)

    (루키아노스, Judicium vocalium, (no name) 9:3)

  • καὶ συγγνώμη, εἰ ἄνθρωποι ὄντεσ ἀγνοοῦσι τἀληθέσ, ἀπελθόντοσ ἐκείνου ὃ τέωσ παρὸν ἐρραψῴδει δι’ αὐτῶν. (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 2:5)

    (루키아노스, Juppiter confuatus, (no name) 2:5)

  • καὶ συγγνώμη, εἰ μηδὲν ἀρχέτυπον ἐπιδεῖξαι ταύτησ δυναίμην τῆσ γραφῆσ· (Lucian, Imagines, (no name) 16:4)

    (루키아노스, Imagines, (no name) 16:4)

  • καὶ συγγνώμη σοι εἰ ἐξ ἀρχῆσ βίῳ αὐχμηρῷ συζῶν καὶ μόνον τὸ σκληρὸν ἀγαθὸν ἡγούμενοσ ὑπ’ ἀπειρίασ αὐτῶν κατηγορίασ ἄξια εἶναι νενόμικασ. (Lucian, De saltatione, (no name) 1:2)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 1:2)

유의어

  1. 관대

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION