헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στωμύλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στωμύλλω

형태분석: στωμύλλ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from stwmu/los, as stroggu/llw from stroggu/los

  1. 지껄이다, 재잘거리다, 중얼중얼하다, 떠들다
  1. to be talkative, to chatter, babble

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στωμύλλω

(나는) 지껄인다

στωμύλλεις

(너는) 지껄인다

στωμύλλει

(그는) 지껄인다

쌍수 στωμύλλετον

(너희 둘은) 지껄인다

στωμύλλετον

(그 둘은) 지껄인다

복수 στωμύλλομεν

(우리는) 지껄인다

στωμύλλετε

(너희는) 지껄인다

στωμύλλουσιν*

(그들은) 지껄인다

접속법단수 στωμύλλω

(나는) 지껄이자

στωμύλλῃς

(너는) 지껄이자

στωμύλλῃ

(그는) 지껄이자

쌍수 στωμύλλητον

(너희 둘은) 지껄이자

στωμύλλητον

(그 둘은) 지껄이자

복수 στωμύλλωμεν

(우리는) 지껄이자

στωμύλλητε

(너희는) 지껄이자

στωμύλλωσιν*

(그들은) 지껄이자

기원법단수 στωμύλλοιμι

(나는) 지껄이기를 (바라다)

στωμύλλοις

(너는) 지껄이기를 (바라다)

στωμύλλοι

(그는) 지껄이기를 (바라다)

쌍수 στωμύλλοιτον

(너희 둘은) 지껄이기를 (바라다)

στωμυλλοίτην

(그 둘은) 지껄이기를 (바라다)

복수 στωμύλλοιμεν

(우리는) 지껄이기를 (바라다)

στωμύλλοιτε

(너희는) 지껄이기를 (바라다)

στωμύλλοιεν

(그들은) 지껄이기를 (바라다)

명령법단수 στώμυλλε

(너는) 지껄여라

στωμυλλέτω

(그는) 지껄여라

쌍수 στωμύλλετον

(너희 둘은) 지껄여라

στωμυλλέτων

(그 둘은) 지껄여라

복수 στωμύλλετε

(너희는) 지껄여라

στωμυλλόντων, στωμυλλέτωσαν

(그들은) 지껄여라

부정사 στωμύλλειν

지껄이는 것

분사 남성여성중성
στωμυλλων

στωμυλλοντος

στωμυλλουσα

στωμυλλουσης

στωμυλλον

στωμυλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στωμύλλομαι

(나는) 지껄여진다

στωμύλλει, στωμύλλῃ

(너는) 지껄여진다

στωμύλλεται

(그는) 지껄여진다

쌍수 στωμύλλεσθον

(너희 둘은) 지껄여진다

στωμύλλεσθον

(그 둘은) 지껄여진다

복수 στωμυλλόμεθα

(우리는) 지껄여진다

στωμύλλεσθε

(너희는) 지껄여진다

στωμύλλονται

(그들은) 지껄여진다

접속법단수 στωμύλλωμαι

(나는) 지껄여지자

στωμύλλῃ

(너는) 지껄여지자

στωμύλληται

(그는) 지껄여지자

쌍수 στωμύλλησθον

(너희 둘은) 지껄여지자

στωμύλλησθον

(그 둘은) 지껄여지자

복수 στωμυλλώμεθα

(우리는) 지껄여지자

στωμύλλησθε

(너희는) 지껄여지자

στωμύλλωνται

(그들은) 지껄여지자

기원법단수 στωμυλλοίμην

(나는) 지껄여지기를 (바라다)

στωμύλλοιο

(너는) 지껄여지기를 (바라다)

στωμύλλοιτο

(그는) 지껄여지기를 (바라다)

쌍수 στωμύλλοισθον

(너희 둘은) 지껄여지기를 (바라다)

στωμυλλοίσθην

(그 둘은) 지껄여지기를 (바라다)

복수 στωμυλλοίμεθα

(우리는) 지껄여지기를 (바라다)

στωμύλλοισθε

(너희는) 지껄여지기를 (바라다)

στωμύλλοιντο

(그들은) 지껄여지기를 (바라다)

명령법단수 στωμύλλου

(너는) 지껄여져라

στωμυλλέσθω

(그는) 지껄여져라

쌍수 στωμύλλεσθον

(너희 둘은) 지껄여져라

στωμυλλέσθων

(그 둘은) 지껄여져라

복수 στωμύλλεσθε

(너희는) 지껄여져라

στωμυλλέσθων, στωμυλλέσθωσαν

(그들은) 지껄여져라

부정사 στωμύλλεσθαι

지껄여지는 것

분사 남성여성중성
στωμυλλομενος

στωμυλλομενου

στωμυλλομενη

στωμυλλομενης

στωμυλλομενον

στωμυλλομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστώμυλλον

(나는) 지껄이고 있었다

ἐστώμυλλες

(너는) 지껄이고 있었다

ἐστώμυλλεν*

(그는) 지껄이고 있었다

쌍수 ἐστωμύλλετον

(너희 둘은) 지껄이고 있었다

ἐστωμυλλέτην

(그 둘은) 지껄이고 있었다

복수 ἐστωμύλλομεν

(우리는) 지껄이고 있었다

ἐστωμύλλετε

(너희는) 지껄이고 있었다

ἐστώμυλλον

(그들은) 지껄이고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστωμυλλόμην

(나는) 지껄여지고 있었다

ἐστωμύλλου

(너는) 지껄여지고 있었다

ἐστωμύλλετο

(그는) 지껄여지고 있었다

쌍수 ἐστωμύλλεσθον

(너희 둘은) 지껄여지고 있었다

ἐστωμυλλέσθην

(그 둘은) 지껄여지고 있었다

복수 ἐστωμυλλόμεθα

(우리는) 지껄여지고 있었다

ἐστωμύλλεσθε

(너희는) 지껄여지고 있었다

ἐστωμύλλοντο

(그들은) 지껄여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλκυόνεσ, αἳ παρ’ ἀενάοισ θαλάσσησ κύμασι στωμύλλετε, τέγγουσαι νοτίοισ πτερῶν ῥανίσι χρόα δροσιζόμεναι· (Aristophanes, Frogs, Lyric-Scene, lyric1)

    (아리스토파네스, Frogs, Lyric-Scene, lyric1)

유의어

  1. 지껄이다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION