Ancient Greek-English Dictionary Language

στρωτός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στρωτός στρωτή στρωτόν

Structure: στρωτ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. spread, laid, covered, bed

Examples

  • οὐδέ ποτ’ ἀμβροσίησ καὶ νέκταροσ ἔρχεται ἆσσον βρώσιοσ, ἀλλά τε κεῖται ἀνάπνευστοσ καὶ ἄναυδοσ στρωτοῖσ ἐν λεχέεσσι, κακὸν δέ ἑ κῶμα καλύπτει. (Hesiod, Theogony, Book Th. 74:10)
  • βίᾳ, πατὴρ μὲν ἐκπεσὼν στρωτοῦ λέχουσ . (Euripides, Heracles, episode, anapests 3:26)
  • καὶ στρωτὰ φέρεται λέκτρα σώματοσ κενά. (Euripides, Helen, episode 4:14)
  • ἀλλὰ κλῖνον εἰσ εὐνὴν δέμασ, καὶ μὴ τὸ ταρβοῦν κἀκφοβοῦν σ’ ἐκ δεμνίων ἄγαν ἀποδέχου, μένε δ’ ἐπὶ στρωτοῦ λέχουσ. (Euripides, episode 4:20)
  • ὁρῶ δὲ τὴν γυναῖκα δεμνίοισ τοῖσ Ἡρακλείοισ στρωτὰ βάλλουσαν φάρη. (Sophocles, Trachiniae, episode, dialogue 1:10)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION