Ancient Greek-English Dictionary Language

στρεψοδικέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: στρεψοδικέω στρεψοδικήσω

Structure: στρεψοδικέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: di/kh

Sense

  1. to twist justice

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στρεψοδίκω στρεψοδίκεις στρεψοδίκει
Dual στρεψοδίκειτον στρεψοδίκειτον
Plural στρεψοδίκουμεν στρεψοδίκειτε στρεψοδίκουσιν*
SubjunctiveSingular στρεψοδίκω στρεψοδίκῃς στρεψοδίκῃ
Dual στρεψοδίκητον στρεψοδίκητον
Plural στρεψοδίκωμεν στρεψοδίκητε στρεψοδίκωσιν*
OptativeSingular στρεψοδίκοιμι στρεψοδίκοις στρεψοδίκοι
Dual στρεψοδίκοιτον στρεψοδικοίτην
Plural στρεψοδίκοιμεν στρεψοδίκοιτε στρεψοδίκοιεν
ImperativeSingular στρεψοδῖκει στρεψοδικεῖτω
Dual στρεψοδίκειτον στρεψοδικεῖτων
Plural στρεψοδίκειτε στρεψοδικοῦντων, στρεψοδικεῖτωσαν
Infinitive στρεψοδίκειν
Participle MasculineFeminineNeuter
στρεψοδικων στρεψοδικουντος στρεψοδικουσα στρεψοδικουσης στρεψοδικουν στρεψοδικουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στρεψοδίκουμαι στρεψοδίκει, στρεψοδίκῃ στρεψοδίκειται
Dual στρεψοδίκεισθον στρεψοδίκεισθον
Plural στρεψοδικοῦμεθα στρεψοδίκεισθε στρεψοδίκουνται
SubjunctiveSingular στρεψοδίκωμαι στρεψοδίκῃ στρεψοδίκηται
Dual στρεψοδίκησθον στρεψοδίκησθον
Plural στρεψοδικώμεθα στρεψοδίκησθε στρεψοδίκωνται
OptativeSingular στρεψοδικοίμην στρεψοδίκοιο στρεψοδίκοιτο
Dual στρεψοδίκοισθον στρεψοδικοίσθην
Plural στρεψοδικοίμεθα στρεψοδίκοισθε στρεψοδίκοιντο
ImperativeSingular στρεψοδίκου στρεψοδικεῖσθω
Dual στρεψοδίκεισθον στρεψοδικεῖσθων
Plural στρεψοδίκεισθε στρεψοδικεῖσθων, στρεψοδικεῖσθωσαν
Infinitive στρεψοδίκεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
στρεψοδικουμενος στρεψοδικουμενου στρεψοδικουμενη στρεψοδικουμενης στρεψοδικουμενον στρεψοδικουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στρεψοδικήσω στρεψοδικήσεις στρεψοδικήσει
Dual στρεψοδικήσετον στρεψοδικήσετον
Plural στρεψοδικήσομεν στρεψοδικήσετε στρεψοδικήσουσιν*
OptativeSingular στρεψοδικήσοιμι στρεψοδικήσοις στρεψοδικήσοι
Dual στρεψοδικήσοιτον στρεψοδικησοίτην
Plural στρεψοδικήσοιμεν στρεψοδικήσοιτε στρεψοδικήσοιεν
Infinitive στρεψοδικήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
στρεψοδικησων στρεψοδικησοντος στρεψοδικησουσα στρεψοδικησουσης στρεψοδικησον στρεψοδικησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στρεψοδικήσομαι στρεψοδικήσει, στρεψοδικήσῃ στρεψοδικήσεται
Dual στρεψοδικήσεσθον στρεψοδικήσεσθον
Plural στρεψοδικησόμεθα στρεψοδικήσεσθε στρεψοδικήσονται
OptativeSingular στρεψοδικησοίμην στρεψοδικήσοιο στρεψοδικήσοιτο
Dual στρεψοδικήσοισθον στρεψοδικησοίσθην
Plural στρεψοδικησοίμεθα στρεψοδικήσοισθε στρεψοδικήσοιντο
Infinitive στρεψοδικήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
στρεψοδικησομενος στρεψοδικησομενου στρεψοδικησομενη στρεψοδικησομενης στρεψοδικησομενον στρεψοδικησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to twist justice

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION