Ancient Greek-English Dictionary Language

στονόεις

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στονόεις στονόεσσα στονόεν

Structure: στονοεντ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sto/nos

Sense

  1. causing groans or sighs
  2. mournful, sad, wretched

Examples

  • οἷσιν Ἄρηοσ ἔργ’ ἔμελεν στονόεντα καὶ ὕβριεσ· (Hesiod, Works and Days, Book WD 19:2)
  • ὣσ ἄρ’ ἐπ’ ἀλλήλοισ ἱέσαν βέλεα στονόεντα. (Hesiod, Theogony, Book Th. 65:9)
  • οὐδ’ εἴ κεν ἑκηβόλοσ αὐτὸσ Ἀπόλλων τόξου ἀπ’ ἀργυρέου προί̈ῃ βέλεα στονόεντα. (Anonymous, Homeric Hymns, 14:3)
  • Ἄρτεμιν ἀείδω χρυσηλάκατον, κελαδεινήν, παρθένον αἰδοίην, ἐλαφηβόλον, ἰοχέαιραν, αὐτοκασιγνήτην χρυσαόρου Ἀπόλλωνοσ, ἣ κατ’ ὄρη σκιόεντα καὶ ἄκριασ ἠνεμοέσσασ ἄγρῃ τερπομένη παγχρύσεα τόξα τιταίνει πέμπουσα στονόεντα βέλη· (Anonymous, Homeric Hymns, 2:1)
  • καὶ νῦν, ὡσ βιαίασ ἔχεται πάνδαμοσ πόλισ ἐπὶ νόσου, μολεῖν καθαρσίῳ ποδὶ Παρνασίαν ὑπὲρ κλιτὺν ἢ στονόεντα πορθμόν. (Sophocles, Antigone, choral, strophe 22)

Synonyms

  1. causing groans or sighs

  2. mournful

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION