Ancient Greek-English Dictionary Language

στολίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στολίζω

Structure: στολίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: stoli/s

Sense

  1. to put in trim, having trimmed
  2. to equip, dress, armed
  3. to deck, adorn

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στολίζω στολίζεις στολίζει
Dual στολίζετον στολίζετον
Plural στολίζομεν στολίζετε στολίζουσιν*
SubjunctiveSingular στολίζω στολίζῃς στολίζῃ
Dual στολίζητον στολίζητον
Plural στολίζωμεν στολίζητε στολίζωσιν*
OptativeSingular στολίζοιμι στολίζοις στολίζοι
Dual στολίζοιτον στολιζοίτην
Plural στολίζοιμεν στολίζοιτε στολίζοιεν
ImperativeSingular στόλιζε στολιζέτω
Dual στολίζετον στολιζέτων
Plural στολίζετε στολιζόντων, στολιζέτωσαν
Infinitive στολίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
στολιζων στολιζοντος στολιζουσα στολιζουσης στολιζον στολιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στολίζομαι στολίζει, στολίζῃ στολίζεται
Dual στολίζεσθον στολίζεσθον
Plural στολιζόμεθα στολίζεσθε στολίζονται
SubjunctiveSingular στολίζωμαι στολίζῃ στολίζηται
Dual στολίζησθον στολίζησθον
Plural στολιζώμεθα στολίζησθε στολίζωνται
OptativeSingular στολιζοίμην στολίζοιο στολίζοιτο
Dual στολίζοισθον στολιζοίσθην
Plural στολιζοίμεθα στολίζοισθε στολίζοιντο
ImperativeSingular στολίζου στολιζέσθω
Dual στολίζεσθον στολιζέσθων
Plural στολίζεσθε στολιζέσθων, στολιζέσθωσαν
Infinitive στολίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
στολιζομενος στολιζομενου στολιζομενη στολιζομενης στολιζομενον στολιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to put in trim

  2. to equip

  3. to deck

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION