Ancient Greek-English Dictionary Language

στεροπη

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στεροπη

Structure: στεροπ (Stem) + η (Ending)

Etym.: = like a)steroph/, a)straph/

Sense

  1. a flash of lightning, flash, gleam, sheen

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • εὐήνοσ Ἄρεοσ καὶ Στερόπησ τὴν Οἰνομάου γήμασ Ἀλκίππην ἐγέννησε θυγατέρα Μάρπησσαν, ἣν παρθένον ἐφρούρει. (Plutarch, Parallela minora, section 401)
  • εὐήνοσ Ἄρεοσ καὶ Στερόπησ τὴν Οἰνομάου γήμασ Ἀλκίππην ἐγέννησε θυγατέρα Μάρπησσαν, ἣν παρθένον ἐφρούρει. (Plutarch, Parallela minora, section 401)
  • τεκνοποιεῖται δ’ ἐκ Μακέτιδοσ γυναικὸσ Στερόπησ τοὔνομα δύο μὲν υἱεῖσ Λαγέταν καὶ Στρατάρχαν, ὧν τὸν Στρατάρχαν ἐσχατόγηρων καὶ ἡμεῖσ ἤδη εἴδομεν, θυγατέρα δὲ μίαν. (Strabo, Geography, Book 10, chapter 4 14:6)
  • τοὺσ δ’ ἄμφεπε θερμὸσ ἀυτμὴ Τιτῆνασ χθονίουσ, φλὸξ δ’ αἰθέρα δῖαν ἵκανεν ἄσπετοσ, ὄσσε δ’ ἄμερδε καὶ ἰφθίμων περ ἐόντων αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ τε στεροπῆσ τε. (Hesiod, Theogony, Book Th. 67:6)
  • καῦμα δ’ ὑπ’ ἀμφοτέρων κάτεχεν ἰοειδέα πόντον βροντῆσ τε στεροπῆσ τε, πυρόσ τ’ ἀπὸ τοῖο πελώρου, πρηστήρων ἀνέμων τε κεραυνοῦ τε φλεγέθοντοσ. (Hesiod, Theogony, Book Th. 78:11)
  • βρυχία δ’ ἠχὼ παραμυκᾶται βροντῆσ, ἕλικεσ δ’ ἐκλάμπουσι στεροπῆσ ζάπυροι, στρόμβοι δὲ κόνιν εἱλίσσουσι· (Aeschylus, Prometheus Bound, episode, anapests 1:2)

Synonyms

  1. a flash of lightning

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION