Ancient Greek-English Dictionary Language

στερεόω

ο-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στερεόω στερεώσω

Structure: στερεό (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to make firm or solid, to strengthen, to be made strong

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στερέω στερέοις στερέοι
Dual στερέουτον στερέουτον
Plural στερέουμεν στερέουτε στερέουσιν*
SubjunctiveSingular στερέω στερέοις στερέοι
Dual στερέωτον στερέωτον
Plural στερέωμεν στερέωτε στερέωσιν*
OptativeSingular στερέοιμι στερέοις στερέοι
Dual στερέοιτον στερεοίτην
Plural στερέοιμεν στερέοιτε στερέοιεν
ImperativeSingular στερε͂ου στερεοῦτω
Dual στερέουτον στερεοῦτων
Plural στερέουτε στερεοῦντων, στερεοῦτωσαν
Infinitive στερέουν
Participle MasculineFeminineNeuter
στερεων στερεουντος στερεουσα στερεουσης στερεουν στερεουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στερέουμαι στερέοι στερέουται
Dual στερέουσθον στερέουσθον
Plural στερεοῦμεθα στερέουσθε στερέουνται
SubjunctiveSingular στερέωμαι στερέοι στερέωται
Dual στερέωσθον στερέωσθον
Plural στερεώμεθα στερέωσθε στερέωνται
OptativeSingular στερεοίμην στερέοιο στερέοιτο
Dual στερέοισθον στερεοίσθην
Plural στερεοίμεθα στερέοισθε στερέοιντο
ImperativeSingular στερέου στερεοῦσθω
Dual στερέουσθον στερεοῦσθων
Plural στερέουσθε στερεοῦσθων, στερεοῦσθωσαν
Infinitive στερέουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
στερεουμενος στερεουμενου στερεουμενη στερεουμενης στερεουμενον στερεουμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION