헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σταυρόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σταυρόω

형태분석: σταυρό (어간) + ω (인칭어미)

어원: stauro/s

  1. 울타리를 치다
  2. 십자가에 못박다
  1. to fence with pales, impalisade
  2. to crucify

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σταύρω

(나는) 울타리를 친다

σταύροις

(너는) 울타리를 친다

σταύροι

(그는) 울타리를 친다

쌍수 σταύρουτον

(너희 둘은) 울타리를 친다

σταύρουτον

(그 둘은) 울타리를 친다

복수 σταύρουμεν

(우리는) 울타리를 친다

σταύρουτε

(너희는) 울타리를 친다

σταύρουσιν*

(그들은) 울타리를 친다

접속법단수 σταύρω

(나는) 울타리를 치자

σταύροις

(너는) 울타리를 치자

σταύροι

(그는) 울타리를 치자

쌍수 σταύρωτον

(너희 둘은) 울타리를 치자

σταύρωτον

(그 둘은) 울타리를 치자

복수 σταύρωμεν

(우리는) 울타리를 치자

σταύρωτε

(너희는) 울타리를 치자

σταύρωσιν*

(그들은) 울타리를 치자

기원법단수 σταύροιμι

(나는) 울타리를 치기를 (바라다)

σταύροις

(너는) 울타리를 치기를 (바라다)

σταύροι

(그는) 울타리를 치기를 (바라다)

쌍수 σταύροιτον

(너희 둘은) 울타리를 치기를 (바라다)

σταυροίτην

(그 둘은) 울타리를 치기를 (바라다)

복수 σταύροιμεν

(우리는) 울타리를 치기를 (바라다)

σταύροιτε

(너희는) 울타리를 치기를 (바라다)

σταύροιεν

(그들은) 울타리를 치기를 (바라다)

명령법단수 σταῦρου

(너는) 울타리를 쳐라

σταυροῦτω

(그는) 울타리를 쳐라

쌍수 σταύρουτον

(너희 둘은) 울타리를 쳐라

σταυροῦτων

(그 둘은) 울타리를 쳐라

복수 σταύρουτε

(너희는) 울타리를 쳐라

σταυροῦντων, σταυροῦτωσαν

(그들은) 울타리를 쳐라

부정사 σταύρουν

울타리를 치는 것

분사 남성여성중성
σταυρων

σταυρουντος

σταυρουσα

σταυρουσης

σταυρουν

σταυρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σταύρουμαι

(나는) 울타리를 쳐진다

σταύροι

(너는) 울타리를 쳐진다

σταύρουται

(그는) 울타리를 쳐진다

쌍수 σταύρουσθον

(너희 둘은) 울타리를 쳐진다

σταύρουσθον

(그 둘은) 울타리를 쳐진다

복수 σταυροῦμεθα

(우리는) 울타리를 쳐진다

σταύρουσθε

(너희는) 울타리를 쳐진다

σταύρουνται

(그들은) 울타리를 쳐진다

접속법단수 σταύρωμαι

(나는) 울타리를 쳐지자

σταύροι

(너는) 울타리를 쳐지자

σταύρωται

(그는) 울타리를 쳐지자

쌍수 σταύρωσθον

(너희 둘은) 울타리를 쳐지자

σταύρωσθον

(그 둘은) 울타리를 쳐지자

복수 σταυρώμεθα

(우리는) 울타리를 쳐지자

σταύρωσθε

(너희는) 울타리를 쳐지자

σταύρωνται

(그들은) 울타리를 쳐지자

기원법단수 σταυροίμην

(나는) 울타리를 쳐지기를 (바라다)

σταύροιο

(너는) 울타리를 쳐지기를 (바라다)

σταύροιτο

(그는) 울타리를 쳐지기를 (바라다)

쌍수 σταύροισθον

(너희 둘은) 울타리를 쳐지기를 (바라다)

σταυροίσθην

(그 둘은) 울타리를 쳐지기를 (바라다)

복수 σταυροίμεθα

(우리는) 울타리를 쳐지기를 (바라다)

σταύροισθε

(너희는) 울타리를 쳐지기를 (바라다)

σταύροιντο

(그들은) 울타리를 쳐지기를 (바라다)

명령법단수 σταύρου

(너는) 울타리를 쳐져라

σταυροῦσθω

(그는) 울타리를 쳐져라

쌍수 σταύρουσθον

(너희 둘은) 울타리를 쳐져라

σταυροῦσθων

(그 둘은) 울타리를 쳐져라

복수 σταύρουσθε

(너희는) 울타리를 쳐져라

σταυροῦσθων, σταυροῦσθωσαν

(그들은) 울타리를 쳐져라

부정사 σταύρουσθαι

울타리를 쳐지는 것

분사 남성여성중성
σταυρουμενος

σταυρουμενου

σταυρουμενη

σταυρουμενης

σταυρουμενον

σταυρουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσταῦρουν

(나는) 울타리를 치고 있었다

ἐσταῦρους

(너는) 울타리를 치고 있었다

ἐσταῦρουν*

(그는) 울타리를 치고 있었다

쌍수 ἐσταύρουτον

(너희 둘은) 울타리를 치고 있었다

ἐσταυροῦτην

(그 둘은) 울타리를 치고 있었다

복수 ἐσταύρουμεν

(우리는) 울타리를 치고 있었다

ἐσταύρουτε

(너희는) 울타리를 치고 있었다

ἐσταῦρουν

(그들은) 울타리를 치고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσταυροῦμην

(나는) 울타리를 쳐지고 있었다

ἐσταύρου

(너는) 울타리를 쳐지고 있었다

ἐσταύρουτο

(그는) 울타리를 쳐지고 있었다

쌍수 ἐσταύρουσθον

(너희 둘은) 울타리를 쳐지고 있었다

ἐσταυροῦσθην

(그 둘은) 울타리를 쳐지고 있었다

복수 ἐσταυροῦμεθα

(우리는) 울타리를 쳐지고 있었다

ἐσταύρουσθε

(너희는) 울타리를 쳐지고 있었다

ἐσταύρουντο

(그들은) 울타리를 쳐지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰσ τὴν σταύρωσιν Χριστὸσ ἐπὶ σταυροῖο πεπαρμένοσ ἦν ποτε γυμνόσ, μεσσόθι, ληιστῆρασ ἔχων ἑκάτερθε παγέντασ· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 15, chapter 281)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 15, chapter 281)

  • εἰσ τὸν τρίκλινον τῆσ Μαγναύρασ ὀτραλέωσ τολύπευσαν τόνδε δόμον βασιλῆεσ, αἰχμὴν ὀλβοδότειραν ἀπὸ σταυροῖο λαχόντεσ, αὐτὸσ ἄναξ Ἡρακλῆσ σὺν Κωνσταντίνῳ υἱῖ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 6551)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 6551)

  • χριστοφόροσ, σταυροῖο λάτρισ, κόσμοιο περίφρων, ἥλατ’ ἐπουρανίην εἰσ ἄντυγα ὡσ ποθέεσκεν, τρίσμακαρ ἐν νηῷ σῶμ’ ἀποδυσαμένη. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 29 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 29 1:1)

  • Τότε σταυροῦνται σὺν αὐτῷ δύο λῃσταί, εἷσ ἐκ δεξιῶν καὶ εἷσ ἐξ εὐωνύμων. (, chapter 26 121:1)

    (, chapter 26 121:1)

  • οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντεσ Σταύρου σταύρου αὐτόν. (, chapter 14 440:1)

    (, chapter 14 440:1)

유의어

  1. 십자가에 못박다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION