Ancient Greek-English Dictionary Language

στατίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στατίζω

Structure: στατίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: poetic for i(/sthmi

Sense

  1. to place, to stand

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στατίζω στατίζεις στατίζει
Dual στατίζετον στατίζετον
Plural στατίζομεν στατίζετε στατίζουσιν*
SubjunctiveSingular στατίζω στατίζῃς στατίζῃ
Dual στατίζητον στατίζητον
Plural στατίζωμεν στατίζητε στατίζωσιν*
OptativeSingular στατίζοιμι στατίζοις στατίζοι
Dual στατίζοιτον στατιζοίτην
Plural στατίζοιμεν στατίζοιτε στατίζοιεν
ImperativeSingular στάτιζε στατιζέτω
Dual στατίζετον στατιζέτων
Plural στατίζετε στατιζόντων, στατιζέτωσαν
Infinitive στατίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
στατιζων στατιζοντος στατιζουσα στατιζουσης στατιζον στατιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στατίζομαι στατίζει, στατίζῃ στατίζεται
Dual στατίζεσθον στατίζεσθον
Plural στατιζόμεθα στατίζεσθε στατίζονται
SubjunctiveSingular στατίζωμαι στατίζῃ στατίζηται
Dual στατίζησθον στατίζησθον
Plural στατιζώμεθα στατίζησθε στατίζωνται
OptativeSingular στατιζοίμην στατίζοιο στατίζοιτο
Dual στατίζοισθον στατιζοίσθην
Plural στατιζοίμεθα στατίζοισθε στατίζοιντο
ImperativeSingular στατίζου στατιζέσθω
Dual στατίζεσθον στατιζέσθων
Plural στατίζεσθε στατιζέσθων, στατιζέσθωσαν
Infinitive στατίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
στατιζομενος στατιζομενου στατιζομενη στατιζομενης στατιζομενον στατιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to place

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION