Ancient Greek-English Dictionary Language

σκύλλω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σκύλλω

Structure: σκύλλ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to rend, mangle
  2. to trouble, annoy, trouble, thyself, troubled, distressed

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σκύλλω σκύλλεις σκύλλει
Dual σκύλλετον σκύλλετον
Plural σκύλλομεν σκύλλετε σκύλλουσιν*
SubjunctiveSingular σκύλλω σκύλλῃς σκύλλῃ
Dual σκύλλητον σκύλλητον
Plural σκύλλωμεν σκύλλητε σκύλλωσιν*
OptativeSingular σκύλλοιμι σκύλλοις σκύλλοι
Dual σκύλλοιτον σκυλλοίτην
Plural σκύλλοιμεν σκύλλοιτε σκύλλοιεν
ImperativeSingular σκύλλε σκυλλέτω
Dual σκύλλετον σκυλλέτων
Plural σκύλλετε σκυλλόντων, σκυλλέτωσαν
Infinitive σκύλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
σκυλλων σκυλλοντος σκυλλουσα σκυλλουσης σκυλλον σκυλλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σκύλλομαι σκύλλει, σκύλλῃ σκύλλεται
Dual σκύλλεσθον σκύλλεσθον
Plural σκυλλόμεθα σκύλλεσθε σκύλλονται
SubjunctiveSingular σκύλλωμαι σκύλλῃ σκύλληται
Dual σκύλλησθον σκύλλησθον
Plural σκυλλώμεθα σκύλλησθε σκύλλωνται
OptativeSingular σκυλλοίμην σκύλλοιο σκύλλοιτο
Dual σκύλλοισθον σκυλλοίσθην
Plural σκυλλοίμεθα σκύλλοισθε σκύλλοιντο
ImperativeSingular σκύλλου σκυλλέσθω
Dual σκύλλεσθον σκυλλέσθων
Plural σκύλλεσθε σκυλλέσθων, σκυλλέσθωσαν
Infinitive σκύλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
σκυλλομενος σκυλλομενου σκυλλομενη σκυλλομενης σκυλλομενον σκυλλομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • γναπτόμενοι δὲ δίνᾳ, φεῦ, σκύλλονται πρὸσ ἀναύδων, ἠέ, παίδων τᾶσ ἀμιάντου, ὀᾶ. (Aeschylus, Persians, choral, antistrophe 21)

Synonyms

  1. to rend

  2. to trouble

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION