Ancient Greek-English Dictionary Language

σιωπή

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σιωπή σιωπῆς

Structure: σιωπ (Stem) + η (Ending)

Etym.: (어원이 불명확함.)

Sense

  1. silence
  2. hush, calm

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀπὸ σκορακισμοῦ λήψεωσ καὶ δόσεωσ καὶ ἀπὸ ἀσπαζομένων περὶ σιωπῆσ, (Septuagint, Liber Sirach 41:21)
  • ἤκουσα δέ τινοσ καὶ περιττότερόν τι νεανιευομένου ὑπὲρ τῆσ τῶν ὀρχηστικῶν προσωπείων σιωπῆσ, ὅτι καὶ αὕτη Πυθαγορικόν τι δόγμα αἰνίττεται. (Lucian, De saltatione, (no name) 70:4)
  • διὸ τὴν ψυχὴν ἠρεμεῖν οὐκ ἐῶσιν, ἀλλ’ ὅτε μάλιστα δεῖται μονῆσ καὶ σιωπῆσ καὶ ὑποστολῆσ ὁ ἄνθρωποσ, τότ’ αὐτὸν εἰσ ὕπαιθρον ἕλκουσι, τότ’ ἀποκαλύπτουσιν οἱ θυμοὶ, αἱ φιλονεικίαι, οἱ ἔρωτεσ, αἱ λῦπαι, πολλὰ καὶ δρᾶν ἄνομα καὶ λαλεῖν ἀνάρμοστα τοῖσ καιροῖσ ἀναγκαζόμενον. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 3:2)
  • οὗτοσ τὴν Πυθαγόρειον φιλοσοφίαν ἐπιδείκνυσιν ἥτισ ἐστί, μετὰ σιωπῆσ πάνθ’ ἡμῖν ἐμφανίζων σαφέστερον ἢ οἱ τὰσ τῶν λόγων τέχνασ ἐπαγγελλόμενοι διδάσκειν. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 36 2:1)
  • τὴν Ἠλείων ὁ Φειδίασ Ἀφροδίτην ἐποίησε χελώνην πατοῦσαν, οἰκουρίασ σύμβολον ταῖσ γυναιξὶ καὶ σιωπῆσ. (Plutarch, Conjugalia Praecepta, chapter, section 321)

Synonyms

  1. silence

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION