헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σεμνοποιέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σεμνοποιέω σεμνοποιήσω

형태분석: σεμνοποιέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 제물로 바치다, 드높이다, 더해서 키우다
  1. to make august, to magnify

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σεμνοποίω

(나는) 제물로 바친다

σεμνοποίεις

(너는) 제물로 바친다

σεμνοποίει

(그는) 제물로 바친다

쌍수 σεμνοποίειτον

(너희 둘은) 제물로 바친다

σεμνοποίειτον

(그 둘은) 제물로 바친다

복수 σεμνοποίουμεν

(우리는) 제물로 바친다

σεμνοποίειτε

(너희는) 제물로 바친다

σεμνοποίουσιν*

(그들은) 제물로 바친다

접속법단수 σεμνοποίω

(나는) 제물로 바치자

σεμνοποίῃς

(너는) 제물로 바치자

σεμνοποίῃ

(그는) 제물로 바치자

쌍수 σεμνοποίητον

(너희 둘은) 제물로 바치자

σεμνοποίητον

(그 둘은) 제물로 바치자

복수 σεμνοποίωμεν

(우리는) 제물로 바치자

σεμνοποίητε

(너희는) 제물로 바치자

σεμνοποίωσιν*

(그들은) 제물로 바치자

기원법단수 σεμνοποίοιμι

(나는) 제물로 바치기를 (바라다)

σεμνοποίοις

(너는) 제물로 바치기를 (바라다)

σεμνοποίοι

(그는) 제물로 바치기를 (바라다)

쌍수 σεμνοποίοιτον

(너희 둘은) 제물로 바치기를 (바라다)

σεμνοποιοίτην

(그 둘은) 제물로 바치기를 (바라다)

복수 σεμνοποίοιμεν

(우리는) 제물로 바치기를 (바라다)

σεμνοποίοιτε

(너희는) 제물로 바치기를 (바라다)

σεμνοποίοιεν

(그들은) 제물로 바치기를 (바라다)

명령법단수 σεμνοποῖει

(너는) 제물로 바쳐라

σεμνοποιεῖτω

(그는) 제물로 바쳐라

쌍수 σεμνοποίειτον

(너희 둘은) 제물로 바쳐라

σεμνοποιεῖτων

(그 둘은) 제물로 바쳐라

복수 σεμνοποίειτε

(너희는) 제물로 바쳐라

σεμνοποιοῦντων, σεμνοποιεῖτωσαν

(그들은) 제물로 바쳐라

부정사 σεμνοποίειν

제물로 바치는 것

분사 남성여성중성
σεμνοποιων

σεμνοποιουντος

σεμνοποιουσα

σεμνοποιουσης

σεμνοποιουν

σεμνοποιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σεμνοποίουμαι

(나는) 제물로 바쳐진다

σεμνοποίει, σεμνοποίῃ

(너는) 제물로 바쳐진다

σεμνοποίειται

(그는) 제물로 바쳐진다

쌍수 σεμνοποίεισθον

(너희 둘은) 제물로 바쳐진다

σεμνοποίεισθον

(그 둘은) 제물로 바쳐진다

복수 σεμνοποιοῦμεθα

(우리는) 제물로 바쳐진다

σεμνοποίεισθε

(너희는) 제물로 바쳐진다

σεμνοποίουνται

(그들은) 제물로 바쳐진다

접속법단수 σεμνοποίωμαι

(나는) 제물로 바쳐지자

σεμνοποίῃ

(너는) 제물로 바쳐지자

σεμνοποίηται

(그는) 제물로 바쳐지자

쌍수 σεμνοποίησθον

(너희 둘은) 제물로 바쳐지자

σεμνοποίησθον

(그 둘은) 제물로 바쳐지자

복수 σεμνοποιώμεθα

(우리는) 제물로 바쳐지자

σεμνοποίησθε

(너희는) 제물로 바쳐지자

σεμνοποίωνται

(그들은) 제물로 바쳐지자

기원법단수 σεμνοποιοίμην

(나는) 제물로 바쳐지기를 (바라다)

σεμνοποίοιο

(너는) 제물로 바쳐지기를 (바라다)

σεμνοποίοιτο

(그는) 제물로 바쳐지기를 (바라다)

쌍수 σεμνοποίοισθον

(너희 둘은) 제물로 바쳐지기를 (바라다)

σεμνοποιοίσθην

(그 둘은) 제물로 바쳐지기를 (바라다)

복수 σεμνοποιοίμεθα

(우리는) 제물로 바쳐지기를 (바라다)

σεμνοποίοισθε

(너희는) 제물로 바쳐지기를 (바라다)

σεμνοποίοιντο

(그들은) 제물로 바쳐지기를 (바라다)

명령법단수 σεμνοποίου

(너는) 제물로 바쳐져라

σεμνοποιεῖσθω

(그는) 제물로 바쳐져라

쌍수 σεμνοποίεισθον

(너희 둘은) 제물로 바쳐져라

σεμνοποιεῖσθων

(그 둘은) 제물로 바쳐져라

복수 σεμνοποίεισθε

(너희는) 제물로 바쳐져라

σεμνοποιεῖσθων, σεμνοποιεῖσθωσαν

(그들은) 제물로 바쳐져라

부정사 σεμνοποίεισθαι

제물로 바쳐지는 것

분사 남성여성중성
σεμνοποιουμενος

σεμνοποιουμενου

σεμνοποιουμενη

σεμνοποιουμενης

σεμνοποιουμενον

σεμνοποιουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σεμνοποιήσω

(나는) 제물로 바치겠다

σεμνοποιήσεις

(너는) 제물로 바치겠다

σεμνοποιήσει

(그는) 제물로 바치겠다

쌍수 σεμνοποιήσετον

(너희 둘은) 제물로 바치겠다

σεμνοποιήσετον

(그 둘은) 제물로 바치겠다

복수 σεμνοποιήσομεν

(우리는) 제물로 바치겠다

σεμνοποιήσετε

(너희는) 제물로 바치겠다

σεμνοποιήσουσιν*

(그들은) 제물로 바치겠다

기원법단수 σεμνοποιήσοιμι

(나는) 제물로 바치겠기를 (바라다)

σεμνοποιήσοις

(너는) 제물로 바치겠기를 (바라다)

σεμνοποιήσοι

(그는) 제물로 바치겠기를 (바라다)

쌍수 σεμνοποιήσοιτον

(너희 둘은) 제물로 바치겠기를 (바라다)

σεμνοποιησοίτην

(그 둘은) 제물로 바치겠기를 (바라다)

복수 σεμνοποιήσοιμεν

(우리는) 제물로 바치겠기를 (바라다)

σεμνοποιήσοιτε

(너희는) 제물로 바치겠기를 (바라다)

σεμνοποιήσοιεν

(그들은) 제물로 바치겠기를 (바라다)

부정사 σεμνοποιήσειν

제물로 바칠 것

분사 남성여성중성
σεμνοποιησων

σεμνοποιησοντος

σεμνοποιησουσα

σεμνοποιησουσης

σεμνοποιησον

σεμνοποιησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σεμνοποιήσομαι

(나는) 제물로 바쳐지겠다

σεμνοποιήσει, σεμνοποιήσῃ

(너는) 제물로 바쳐지겠다

σεμνοποιήσεται

(그는) 제물로 바쳐지겠다

쌍수 σεμνοποιήσεσθον

(너희 둘은) 제물로 바쳐지겠다

σεμνοποιήσεσθον

(그 둘은) 제물로 바쳐지겠다

복수 σεμνοποιησόμεθα

(우리는) 제물로 바쳐지겠다

σεμνοποιήσεσθε

(너희는) 제물로 바쳐지겠다

σεμνοποιήσονται

(그들은) 제물로 바쳐지겠다

기원법단수 σεμνοποιησοίμην

(나는) 제물로 바쳐지겠기를 (바라다)

σεμνοποιήσοιο

(너는) 제물로 바쳐지겠기를 (바라다)

σεμνοποιήσοιτο

(그는) 제물로 바쳐지겠기를 (바라다)

쌍수 σεμνοποιήσοισθον

(너희 둘은) 제물로 바쳐지겠기를 (바라다)

σεμνοποιησοίσθην

(그 둘은) 제물로 바쳐지겠기를 (바라다)

복수 σεμνοποιησοίμεθα

(우리는) 제물로 바쳐지겠기를 (바라다)

σεμνοποιήσοισθε

(너희는) 제물로 바쳐지겠기를 (바라다)

σεμνοποιήσοιντο

(그들은) 제물로 바쳐지겠기를 (바라다)

부정사 σεμνοποιήσεσθαι

제물로 바쳐질 것

분사 남성여성중성
σεμνοποιησομενος

σεμνοποιησομενου

σεμνοποιησομενη

σεμνοποιησομενης

σεμνοποιησομενον

σεμνοποιησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσεμνοποῖουν

(나는) 제물로 바치고 있었다

ἐσεμνοποῖεις

(너는) 제물로 바치고 있었다

ἐσεμνοποῖειν*

(그는) 제물로 바치고 있었다

쌍수 ἐσεμνοποίειτον

(너희 둘은) 제물로 바치고 있었다

ἐσεμνοποιεῖτην

(그 둘은) 제물로 바치고 있었다

복수 ἐσεμνοποίουμεν

(우리는) 제물로 바치고 있었다

ἐσεμνοποίειτε

(너희는) 제물로 바치고 있었다

ἐσεμνοποῖουν

(그들은) 제물로 바치고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσεμνοποιοῦμην

(나는) 제물로 바쳐지고 있었다

ἐσεμνοποίου

(너는) 제물로 바쳐지고 있었다

ἐσεμνοποίειτο

(그는) 제물로 바쳐지고 있었다

쌍수 ἐσεμνοποίεισθον

(너희 둘은) 제물로 바쳐지고 있었다

ἐσεμνοποιεῖσθην

(그 둘은) 제물로 바쳐지고 있었다

복수 ἐσεμνοποιοῦμεθα

(우리는) 제물로 바쳐지고 있었다

ἐσεμνοποίεισθε

(너희는) 제물로 바쳐지고 있었다

ἐσεμνοποίουντο

(그들은) 제물로 바쳐지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἥ τε κρύψισ ἡ μυστικὴ τῶν ἱερῶν σεμνοποιεῖ τὸ θεῖον, μιμουμένη τὴν φύσιν αὐτοῦ φεύγουσαν ἡμῶν τὴν αἴσθησιν· (Strabo, Geography, Book 10, chapter 3 16:6)

    (스트라본, 지리학, Book 10, chapter 3 16:6)

유의어

  1. 제물로 바치다

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION