Ancient Greek-English Dictionary Language

θυμοειδής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: θυμοειδής θυμοειδές

Structure: θυμοειδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. high-spirited, courageous
  2. hot-tempered, restive

Examples

  • τὸ δὲ συκοφάντημα καὶ τὴν πεῖραν Ἐπαμεινώνδασ ἤνεγκε πρᾴωσ, μέγα μέροσ ἀνδρείασ καὶ μεγαλοψυχίασ τὴν ἐν τοῖσ πολιτικοῖσ ἀνεξικακίαν ποιούμενοσ, Πελοπίδασ δὲ καὶ φύσει θυμοειδέστεροσ ὤν, καὶ παροξυνόμενοσ ὑπὸ τῶν φίλων ἀμύνασθαι τοὺσ ἐχθρούσ, ἐπελάβετο τοιαύτησ αἰτίασ. (Plutarch, Pelopidas, chapter 25 2:2)

Synonyms

  1. high-spirited

  2. hot-tempered

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION