헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θυγατριδῆ

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θυγατριδῆ

형태분석: θυγατριδ (어간) + η (어미)

어원: from quga/thr

  1. 손녀, 외손녀
  1. a daughter's daughter, granddaughter

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 θυγατριδῆ

손녀가

θυγατριδᾶ

손녀들이

θυγατριδαί

손녀들이

속격 θυγατριδῆς

손녀의

θυγατριδαῖν

손녀들의

θυγατριδῶν

손녀들의

여격 θυγατριδῇ

손녀에게

θυγατριδαῖν

손녀들에게

θυγατριδαῖς

손녀들에게

대격 θυγατριδῆν

손녀를

θυγατριδᾶ

손녀들을

θυγατριδᾶς

손녀들을

호격 θυγατριδῆ

손녀야

θυγατριδᾶ

손녀들아

θυγατριδαί

손녀들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Λουτάτιοσ δὲ Κάτλοσ, ἀνὴρ τῶν ἐπισήμων, κατεσκεύασε τῷ θεῷ τέμενοσ τὸ κείμενον σύνεγγυσ τοῦ Ταρπηίου ὄρουσ, καὶ τὸν ἄνω βωμὸν ἱδρύσατο τετραπρόσωπον ἢ διὰ τοὺσ θυγατρίδασ ἢ ὅτι τετραμερὴσ ὁ ἐνιαυτόσ ἐστι, καὶ μῆνα κατέδειξεν Ιἀνουάριον. (Plutarch, Parallela minora, section 9 2:2)

    (플루타르코스, Parallela minora, section 9 2:2)

  • Λουτάτιοσ δὲ Κάτλοσ, ἀνὴρ τῶν ἐπισήμων, κατεσκεύασε τῷ θεῷ τέμενοσ τὸ κείμενον σύνεγγυσ τοῦ Ταρπηίου ὄρουσ, καὶ τὸν ἄνω βωμὸν ἱδρύσατο τετραπρόσωπον ἢ διὰ τοὺσ θυγατριδὰσ ἢ ὅτι τετραμερὴσ ὁ ἐνιαυτόσ ἐστι, καὶ μῆνα κατέδειξεν Ιἀνουάριον. (Plutarch, Parallela minora, section 9 5:3)

    (플루타르코스, Parallela minora, section 9 5:3)

유의어

  1. 손녀

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION